Εθνάρχης
Ήταν ο αρχηγός ενός
έθνους (φύλαρχος ή βασιλιάς) του ρωμαϊκού κράτους (Α' Κορινθίους 11:32),
υπόλογος για όλο το έθνος απέναντι στο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Διοριζόταν από
τον αυτοκράτορα.
Εκατόνταρχος
Αξιωματικός κυρίως του ρωμαϊκού
στρατού, επικεφαλής ομάδας εκατό στρατιωτών. Εκατόνταρχοι υπήρχαν όμως και στην
εποχή της Παλαιάς Διαθήκης (Β'
Χρονικών 23:1). Ήταν μορφωμένοι και είχαν διοικητές
αρμοδιότητες σε συγκεκριμένες περιοχές. Πρώτη αναφορά γίνεται στην Καινή
Διαθήκη, όταν εκατόνταρχος πήγε στον Ιησού παρακαλώντας Τον να θεραπεύσει τον
άρρωστο δούλο του (Ματθαίος 8:5-13, Λουκάς 7:2-10). Είχε δε χτίσει με τα
χρήματά του, τη συναγωγή της πόλης (Λουκάς 7:5). Άλλοι εκατόνταρχοι που
αναφέρονται είναι ο Κορνήλιος (Πράξεις κεφ. 10), ο πρώτος επώνυμος ειδωλολάτρης
που έγινε χριστιανός, και ο
Ιούλιος από το τάγμα του Σεβαστού (Πράξεις 27:1-43),
ο οποίος ορίστηκε υπεύθυνος για τη μεταφορά του
Παύλου στη Ρώμη. Επίσης
αναφέρονται και στα χωρία των Πράξεων 22:25, 23:17, όπως και στο ευαγγέλιο του
Ματθαίου (27:54).
Έμπορος
Το εμπόριο είναι από τα
πιο διαδεδομένα επαγγέλματα από τα πρώτα χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας.
Ήταν συνδεδεμένο με την ύπαρξη των ανθρώπων (Γένεση 34:21). Η πρώτη αναφορά
της Αγίας Γραφής είναι η περίπτωση της αγοράς του
Αβραάμ, αγρού από τον
Εφρών, προκειμένου να θάψει τη σύζυγό του Σάρα, έναντι τετρακοσίων αργυρών
σίκλων (Γένεση 23:16). Αργότερα αναφέρονται οι
Μαδιανίτες έμποροι, οι οποίοι
πούλησαν τον Ιωσήφ στους Ισμαηλίτες έναντι είκοσι αργυρίων (Γένεση
37:25-28).
Το εμπόριο ήταν από τα πιο
επικερδή επαγγέλματα. Γινόταν άλλοτε με ανταλλαγή ενός είδους με ένα άλλο (Α'
Βασιλέων 5:8-11), και άλλοτε με ανταλλαγή εμπορευμάτων με χρήματα (Α' Βασιλέων
10:28-29). Υπήρχαν περιοχές και πόλεις που ήταν φημισμένες για το εμπόριό τους
(Ιεζεκιήλ 17:4). Σ’ αυτό βοηθούσε και η θέση τους καθώς οι παραλιακές πόλεις
είχαν τη δυνατότητα να κάνουν εμπόριο με μεγάλα πλοία (Ιεζεκιήλ 27:25) που
έφθαναν σε όλα τα λιμάνια. Τέτοιες πόλεις ήταν η Τύρος (Ιεζεκιήλ 27:1-3), η
Δεδάν (η Ρόδος κατά τους εβδομήκοντα, Ιεζεκιήλ 27:15,20), η Θαρσείς, ξακουστή
για το πλούσιο, θαλάσσιο εμπόριο της σε πολλά είδη (Ιεζεκιήλ 27:12,25).
Αναπτυγμένο το εμπόριο είχαν και οι
Αιγύπτιοι (Γένεση 42:2-34), οι
Αιθίοπες (Ησαΐας
45:14), οι
Σύριοι (Ιεζεκιήλ 27:16,18), η πόλη της Νινευή με τους αμέτρητους
εμπόρους της (Ναούμ 3:16), κ.α.
Οι έμποροι πλήρωναν φόρους
στους βασιλιάδες (Α' Βασιλέων 10:15, Β' Χρονικών 9:14). Το εμπόριο περιελάμβανε
όλα τα είδη: κτήματα (Γένεση 23:13-16), ζώα (Α' Βασιλέων 10:29, Ιεζεκιήλ
27:14,21), και άμαξες (Α' Βασιλέων 10:29), καρπούς (Α' Βασιλέων 5:11), λάδι (Α'
Βασιλέων 5:11), κρασί (Β’ Χρονικών 2:15), μέλι (Ιεζεκιήλ 27:17), πολύτιμους
λίθους και μέταλλα (Β' Χρονικών 9:21, Ιεζεκιήλ 27:16, Β' Χρονικών 8:18),
πανάκριβα υφάσματα (Ιεζεκιήλ 27:16), κεντήματα (Ιεζεκιήλ 27:16,24), αρώματα
(Άσμα Ασμάτων 3:6), είδη ένδυσης (Β' Βασιλέων 1:16-17, Ιεζεκιήλ 27:12-24), ακόμα
και ανθρώπους (Γένεση 37:28,36, Δευτερονόμιο 24:7, Ιεζεκιήλ 27:13), αφού το
δουλεμπόριο ήταν διαδεδομένο εκείνη την εποχή. Το εμπόριο απαγορευόταν το
Σάββατο, για το λόγο αυτό ο Νεεμίας από το βράδυ της Παρασκευής μέχρι το
ξημέρωμα της Κυριακής, απαγόρευε στους εμπόρους να εισέρχονται στην Ιερουσαλήμ,
κλείνοντάς τους τις πύλες εισόδου. Επειδή όμως αυτοί διανυκτέρευαν έξω από την
πόλη, αναγκάστηκε να τους εκφοβήσει και έτσι αυτοί σταμάτησαν να περιμένουν απ'
έξω (Νεεμίας 13:19-21).
Το χρήμα όμως διέφθειρε όσους
ασχολούνταν μ' αυτό, κάνοντάς τους "ηγεμόνες", όπως αναφέρει ο
Ησαΐας στο όραμά
του (Ησαΐας 23:8). Μάλιστα έφθασαν στο σημείο να καταντήσουν τον ναό "οίκο
εμπορίου", γεγονός που εξόργισε τον Ιησού, διώχνοντας τους (Ματθαίος 21:12-13,
Λουκάς 19:45-46, Μάρκος 11:15-17, Ιωάννης 2:13-16). Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου,
οι περιγραφές για τους εμπόρους είναι τρομερές (Αποκάλυψη 18:3,11-17).
Η
Λυδία, η πρώτη γυναίκα στην
Ευρώπη που πίστεψε από το κήρυγμα του απ. Παύλου και βαπτίστηκε, ήταν έμπορος
πορφυρένιων αντικειμένων (Πράξεις 16:14-15). Ο
Ησαΐας τους αναφέρει και "πραγματευτές"
(23:8).
Ενεχυροδανειστής
Ήταν ένα προσοδοφόρο
επάγγελμα με τεράστια κέρδη. Παρόλο που ο Μωσαϊκός νόμος επέτρεπε το
δανεισμό χωρίς τόκο (Έξοδος 22:25-27, Δευτερονόμιο 24:22), υπήρχαν άτομα που
δάνειζαν και μάλιστα με ενέχυρο τα χωράφια και τα αμπέλια των δανειζόμενων
(Νεεμίας 5:3). Πολλές φορές τα χρέη γίνονταν τόσο μεγάλα ώστε ο λαός έχανε
τα κτήματά του και έστελνε τα παιδιά του δούλους (Νεεμίας 5:5). Οι
ενεχυροδανειστές δεν ήταν άλλοι από τους άρχοντες και τους προεστούς
(Νεεμίας 5:7). Εκτός από χρήματα δάνειζαν σιτάρι, κρασί και λάδι (Νεεμίας
5:11).
Έπαρχος
Διοικητικής συγκεκριμένης
επαρχίας (Έσδρας 5:3,6), τοποθετημένος από το παλάτι. Οι έπαρχοι διοικούσαν
σύμφωνα με τις εντολές και τα διατάγματα που έδινε ο εκάστοτε βασιλιάς
(Έσδρας 6:7).
Αξιωματούχος, ο έχων την
ευθύνη και την επίβλεψη. Ήταν έμπιστα και υπεύθυνα άτομα. Στην Αγία Γραφή
υπάρχουν αναφορές για επιστάτες: επί των οικονομικών του βασιλιά (Α'
Χρονικών 27:25), επί των βασιλικών αποθηκών (Α' Χρονικών 27:25), επί των
διακοσίων πενήντα χιλιάδων εργατών που δούλευαν στη κατασκευή του ναού του
Σολομώντα (Β' Χρονικών 2:18), και στις επισκευές του (Β' Χρονικών 34:12),
στα χωράφια (Α' Χρονικών 27:26-28), και στα ζώα του βασιλιά (Α' Χρονικών
27:29-31), στις προσφορές του "οίκου του Κυρίου" (Β' Χρονικών 34:13), σε
θησαυροφυλάκια (Α' Χρονικών 26:24) κ.α. Επιστάτες ήταν ο
Ιωσήφ στην αυλή του
Φαραώ (Γένεση 39:4,5), και ο Ιεζραίας επί των ψαλτών του ναού (Β' Χρονικών
34:12).
Θέση που είχε θεσπιστεί
από το βασιλιά Αρταξέρξη για να διευθετεί τις υποθέσεις του λαού (Νεεμίας
11:24). Ο επίτροπος του βασιλιά ήταν έμπιστο άτομο, με πολύ καλές γνώσεις
των νόμων. Ο χειρισμός των υποθέσεων του λαού, έπρεπε να γίνεται με σοφία
και δικαιοσύνη, προσόντα που χαρακτήριζαν τους επιτρόπους. Ήταν επίσης και
σύμβουλος του βασιλιά. Ο Πιθαίας ήταν επίτροπος επί βασιλείας Αρταξέρξη
(Νεεμίας 11:24).
Ο ιδιοκτήτης του
ελαιοτριβείου ήταν συνήθως και εργάτης, καθώς οι ποσότητες δεν ήταν τόσο
μεγάλες, ώστε να χρειάζονται περισσότεροι εργάτες. Στις μεγάλες πόλεις όμως,
πιθανόν στα ελαιοτριβεία να εργάζονταν περισσότεροι. Επίσης οι ιδιοκτήτες
ελαιοτριβείων μπορεί και να ήταν οι ίδιοι και καλλιεργητές του ελαιώνα.
Πριν σπάσουν τις ελιές, τις
ζέσταιναν για να βγει πιο εύκολα το λάδι. Κατόπιν τις έλιωναν ανάμεσα σε δύο
πέτρες, τις μυλόπετρες, από τις οποίες η μία γύριζε και η άλλη ήταν σταθερή, και
ζύγιζαν αρκετά κιλά. Οι ελιές περνούσαν από τρία στάδια πίεσης. Το πρώτο έδινε
το καλύτερο λάδι, ενώ το δεύτερο και το τρίτο, ότι απέμενε από τον καρπό. Το
λάδι ήταν απαραίτητο στο μαγείρεμα, τη κατασκευή φαρμάκων, στην
ιατρική, στο
φωτισμό, αλλά και σε τελετουργικούς καθαρισμούς.
Εργάτης που ασχολείτο
στην εξόρυξη πέτρας και μαρμάρου. Ήταν δύσκολη και επίπονη εργασία, πλην
όμως απαραίτητη σε κάθε περιοχή, καθώς τις πέτρες τις χρησιμοποιούσαν για την
κατασκευή οικοδομών. Ο Σολομώντας για την κατασκευή του ναού, είχε ογδόντα
χιλιάδες εργάτες που δούλευαν στη εξόρυξη πέτρας στα βουνά (Α' Βασιλέων 5:15
ή 29, Β' Χρονικών 2:1). Πέτρες χρησιμοποιούσαν σε διακοσμητικά σχέδια (Α’
Χρονικών 29:2), για να οριοθετούν κτήματα (Δευτερονόμιο 19:14), σαν μαχαίρια
(Έξοδος 4:25), και όπλα, κυρίως σφεντόνες (Α' Σαμουήλ 17:40,49), ως ζύγια
(Δευτερονόμιο 25:13) και μυλόπετρες (Β’ Σαμουήλ 11:21) κ.α. Μεγάλες πέτρες
ήταν χρήσιμες για την οικοδομή μεγάλων κτηρίων (Α' Βασιλέων 5:17, Μάρκος
13:1), σαν πόρτες σε σπηλιές (Ιησού του Ναυή 10:18, Δανιήλ 6:17) και μνημεία
(Ματθαίος 27:60, Ιωάννης 11:38, 20:1), και σαν σκέπες πηγαδιών (Γένεση
29:2).
Σημαντική ήταν και η εξόρυξη
μαρμάρου, καθώς οικοδομούσαν και στόλιζαν παλάτια, ναούς, και σπίτια πλουσίων
(Άσμα Ασμάτων 5:15). Γινόταν επίσης εξόρυξη ασβεστόλιθου, από τον οποίο
έφτιαχναν τον ασβέστη (Ματθαίος 3:12, Μάρκος 9:43,45, Λουκάς 3:17) και πυρόλιθου
(Β' Μακκαβαίων 10:3).
Ευνούχος
Το επάγγελμα του ευνούχου
ήταν ιδιόμορφο. Οι ευνούχοι ήταν ανώτατοι αξιωματικοί ή επιστάτες των βασιλικών
γυναικωνιτών (χαρέμια), ή φύλακες των γυναικών των αρχόντων (Εσθήρ 1:10,12,15).
Για το λόγο αυτό οι άντρες αυτοί έπρεπε να είναι ευνουχισμένοι. Όσοι ευνούχοι,
είχαν τον ευνουχισμό από την εφηβική τους ηλικία, είχαν χάσει τον αρρενωπό τους
χαρακτήρα, και ήταν θηλυπρεπείς στο σώμα και στο μυαλό. Έτσι τα χαρακτηριστικά
τους ταίριαζαν με αυτά των γυναικών. Υπήρχαν όμως και άλλοι που έκαναν τον
ευνουχισμό σε ώριμη ηλικία.
Στην ανατολή συνηθιζόταν οι
ευνούχοι να μην έχουν την επίβλεψη των χαρεμιών μόνο, αλλά και των θησαυρών των
αρχόντων. Αναφορά γι αυτό γίνεται στην Καινή Διαθήκη για τον ευνούχο της βασίλισσας Κανδάκης της Αιθιοπίας, ο οποίος πίστεψε από το κήρυγμα του
Φίλιππου και
βαπτίστηκε (Πράξεις 8:27). Λόγω της σχέσης τους με τους άρχοντες και τους
βασιλιάδες, συχνά αναλάμβαναν υψηλά αξιώματα και ρόλους συμβούλων σε κρατικά
ζητήματα. Λόγω τις εργασίας τους αλλά και των χαρακτηριστικών τους, ο Μωσαϊκός
νόμος απαγόρευε την είσοδό τους στο ναό (Δευτερονόμιο 23:1). Υπήρχαν και αρχιευνούχοι (Δανιήλ 1:3,7,9). Στο βιβλίο της Εσθήρ (4:5-10) αναφέρεται ο Αθάχ,
ευνούχος του βασιλιά της Περσίας στην υπηρεσία της Εσθήρ.
|
|