Δεσμοφύλακας
Φύλακας πολιτικών ή
στρατιωτικών κρατουμένων σε φυλακές. Συνήθως ήταν στρατιώτης. Το επάγγελμα του
δεσμοφύλακα υπήρχε από τα πρώτα χρόνια καθώς γίνονται αναφορές για φυλακίσεις
από την εποχή του Μωυσή (Λευιτικό 24:12, Αριθμοί 15:34).
Φυλακή με τη σημερινή
σημασία, δηλ. φυλάκιση καταδικασμένων για παράβαση του νόμου βρίσκουμε πρώτη
φορά στο Α’ Βασιλέων 22:27. Συνήθως οι φυλακές βρίσκονταν κοντά η μέσα στα
ανάκτορα των βασιλιάδων (Ιερεμίας 32:2, Νεεμίας 37:21). Χρησιμοποιήθηκαν όμως
και σπίτια ιδιωτών (Ιερεμίας 37:15). Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το φρούριο της
Ιερουσαλήμ ως δεσμωτήριο (Πράξεις 23:10), και στην Καισάρεια το πραιτόριο του
Ηρώδη (Πράξεις 23:35). Σε φυλακές φυλακίστηκαν ο
Ιωάννης ο Βαπτιστής (Λουκάς
3:20), ο Πέτρος (Πράξεις 12:4), ο
Παύλος και ο
Σίλας (Πράξεις 16:23-24). Ο
δεσμοφύλακας των Παύλου και Σίλα πίστεψε από το κήρυγμα του Παύλου (Πράξεις
16:29-33).
Σαν πιο παλιά φυλάκιση στη
Αγία Γραφή αναφέρεται η περίπτωση του Ιωσήφ, τον οποίο φυλάκισαν τα αδέρφια
του μέσα σε βαθύ λάκκο, από τον οποίο ήταν αδύνατον να διαφύγει (Γένεση 37:20).
Δήμαρχος ή
Κυβερνήτης
Ήταν ο άρχοντας της
πόλης. Η τοποθέτηση των δημάρχων γινόταν από τους βασιλιάδες (Νεεμίας
2:1-8). Επέβαλαν φόρους στο λαό τους οποίους απέδιδαν στο βασιλιά. Πολλές
φορές οι φόροι αυτοί ήταν δυσβάσταχτοι (Νεεμίας 5:3-4,15). Από τους φόρους
δικαιούνταν μερίδιο, ο Νεεμίας όμως δεν έκανε χρήση αυτής της επιχορήγησης
(Νεεμίας 5:14). Οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες κάθε πόλης ήταν σύμβουλοι των
δημάρχων. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρονται και ως "επιστάτες της πόλης" (Β’
Βασιλέων 10:5).
Δικαστής (Κριτής)
Αν
και το
επάγγελμα του δικαστή δεν υπήρχε από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας του
ανθρώπου, η δικαιοσύνη αποδιδόταν με διαφορετικούς τρόπους. Στην αρχή ο
πατριάρχης κάθε οικογένειας ήταν και δικαστής (Γένεση 38:24). Αργότερα οι
πρεσβύτεροι κάθε πόλης έπαιζαν το ρόλο του δικαστή. Επί εποχής
Μωυσή ρόλο
δικαστή έπαιζαν οι άρχοντες της συναγωγής, των φυλών και των οικογενειών
(Αριθμοί 27:2).
Το πρώτο τακτικό δικαστήριο
οργανώθηκε από το Σαμουήλ (Α’ Σαμουήλ 7:17). Ο
Ιωσαφάτ πήρε μέτρα για την
απονομή της δικαιοσύνης (Β’ Χρονικών 19:5-11) η οποία θα πρέπει να αποδιδόταν
χωρίς μεροληψία και σύμφωνα με την κρίση του Θεού. Τα δικαστήρια ήταν υπαίθρια
και γίνονταν στις πύλες των πόλεων (Δευτερονόμιο 22:15, 25:7). Δικαστές ήταν οι
κριτές και οι προφήτες. Η προφήτισσα Δεβόρα δίκαζε κάτω από
φοίνικα (Κριτές
4:5). Οι βασιλιάδες είχαν απόλυτη εξουσία να δικάζουν και να αποδίδουν
δικαιοσύνη σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους (Α’ Σαμουήλ 22:16).
Στην περίοδο της Καινής
Διαθήκης οι χώροι των Συνεδρίων χρησίμευαν και ως δικαστήρια. Το Συνέδριο είχε
δικαιοδοσία επί όλων των θρησκευτικών, δικαστικών και εθνικών θεμάτων, με
δικαίωμα να επιβάλλει ποινές όπως μαστιγώματα και φυλακίσεις (Ματθαίος 10:17,
Ιωάννης 16:2, Πράξεις 13:15). Θανατική ποινή όμως δε μπορούσε να επιβάλλει
χωρίς την έγκριση του ρωμαίου ηγεμόνα (Ιωάννης 18:31). Πρόεδρος στα
συνέδρια ήταν ο Αρχιερέας. Στη δίκη του Ιησού ήταν ο αρχιερέας
Καϊάφας (Ιωάννης
18:13), και του Παύλου ο
αρχιερέας Ανανίας (Πράξεις 23:2). Το ρόλο του δικαστή
κάποιες φορές έπαιζε και ο όχλος, όπως στη περίπτωση του λιθοβολισμού του
Στέφανου (Πράξεις 7:57), χωρίς να υπάρχει απόφαση δικαστηρίου.
Οι Έλληνες είχαν το δικαστήριο των Αθηνών
στον Άρειο Πάγο
(Πράξεις 17:32) .
Γνωστός δικαστής είναι ο Διονύσιος ο
Αρεοπαγίτης
(Πράξεις 17:34).
Δουλέμπορος
Σκληρός και απάνθρωπος
έμπορος που εξασκούσε το εμπόριο δούλων. Ήταν επικερδές επάγγελμα καθώς από
τα αρχαία χρόνια το δουλεμπόριο ήταν συνδεδεμένο με την οικονομική και
κοινωνική δομή της εκάστοτε κοινωνίας. Ο θεσμός της δουλειάς ήταν
απάνθρωπος, για το λόγο αυτό οι Ισραηλίτες είχαν θεσπίσει νόμους, σύμφωνα με
τους οποίους η αγορά δούλου διαρκούσε μέχρι έξη χρόνια. Τον έβδομο χρόνο, το Σαββαταίο, ο δούλος αφηνόταν ελεύθερος, εκτός και αν ο ίδιος δεν
επιθυμούσε την ελευθερία του, οπότε ο κύριός του έπρεπε να τρυπήσει το αυτί
του και να μείνει για πάντα σ’ αυτόν (Έξοδος 21:2-6, Δευτερονόμιο 15:12-17).
Επίσης οι δούλοι μπορούσαν να εξασκήσουν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους
καθήκοντα.
Ο
απ. Παύλος τοποθετεί τους
δουλεμπόρους στην ίδια θέση με τους ασεβείς, τους πατροκτόνους, τους
μητροκτόνους, τους φονιάδες, τους ομοφυλόφιλους και τους πόρνους (Α’ Τιμοθέου
1:9-10).
|