[το όνομά του
σημαίνει "ο Κύριος να προσθέσει"]
Ενδέκατος γιος του Ιακώβ και πρώτος της
Ραχήλ. Γεννήθηκε
στη Μεσοποταμία όταν ο πατέρας του ήταν 90 ετών. Η μητέρα του ήταν στείρα, μετά
όμως από απάντηση της προσευχής της ο Θεός της χάρισε τον Ιωσήφ, λέγοντας "ο
Θεός έβγαλε από πάνω μου τη ντροπή"
(Γένεση 30:1, 22-24).
Ο Ιωσήφ ήταν όμορφος και με ωραίο παράστημα (Γένεση 39:6), ήταν δε
ποιμένας
προβάτων από την ηλικία των 17
χρόνων
(Γένεση 37:2). Ο Ιακώβ τον αγαπούσε περισσότερο από τους
άλλους γιους του γιατί τον είχε αποκτήσει σε μεγάλη ηλικία (Γένεση 37:3). Το
γεγονός αυτό μαζί με κάποια όνειρα που είδε και είπε στ' αδέρφια του
(Γένεση 37:4-11), έγιναν αιτία να τον φθονήσουν, μάλιστα
σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (Γένεση 37:18). Χάρη όμως στην
επέμβαση του αδερφού του Ρουβήν σώθηκε αφού τον έριξαν
σε ένα λάκκο (Γένεση 37:21,22). Κατόπιν τον πούλησαν σε
Ισμαηλίτες
εμπόρους οι οποίοι περνούσαν
από εκείνο το μέρος (Γένεση 37:25-28). Αυτοί τον πήγαν στην Αίγυπτο και τον
πούλησαν ως δούλο στον Πετεφρή, αυλικό του
Φαραώ (Γένεση 39:1), ο οποίος όμως τον
έκανε επιστάτη του σπιτιού του (Γένεση 39:2-6). Επειδή όμως δεν υπάκουσε στις
ερωτικές διαθέσεις της συζύγου του Πετεφρή
(Γένεση 39:7-10), συκοφαντήθηκε και φυλακίστηκε για
τουλάχιστον δύο χρόνια (Γένεση 39:11-23). Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να
εξηγήσει τα όνειρα του οινοχόου
και του αρτοποιού της αυλής.
Αργότερα καθώς κλήθηκε να εξηγήσει και τα όνειρα του Φαραώ, ο Φαραώ τον
εκτίμησε, καθώς χάρη στην εξήγηση που έδωσε σώθηκε η Αίγυπτος από λιμό (Γένεση
41:1-36). Ο Φαραώ τον αντάμειψε και του έδωσε αξιώματα σε τέτοιο βαθμό
που "μόνο κατά το θρόνο"
ήταν ανώτερος του (Γένεση 41:37-49). Επίσης του έδωσε το αιγυπτιακό όνομα
Ζαφνάθ-πανεάχ
(Σοφνάχ-πανεάχ)
στην ηλικία των 30 χρονών (Γένεση 41:45). Παντρεύτηκε την
Ασενέθ,
κόρη του Ποτιφερά, ιερέα της Ων (Ηλιουπόλεως), απέκτησε δύο γιους, τον
Εφραΐμ
και το Μανασσή (Γένεση 41:50-52,
48:13) και εγγόνια
(Γένεση 50:22).
Όταν ο Ιακώβ έστειλε τους γιους του στην Αίγυπτο για να αγοράσουν τρόφιμα επειδή
υπήρχε μεγάλη πείνα στη χώρα τους, ο Ιωσήφ αφού τους αναγνώρισε, τους υπέβαλε σε
διάφορες δοκιμασίες και τελικά τους φανερώθηκε και συμφιλιώθηκε μαζί τους
(Γένεση κεφ. 42-45). Τους διέταξε όμως να φέρουν και τον πατέρα τους στην
Αίγυπτο. Ο Ιακώβ έμεινε μαζί με τους γιους του στην Αίγυπτο τους οποίους ο Ιωσήφ
εγκατέστησε στο καλύτερο μέρος και τους έκανε
επιστάτες των κοπαδιών του Φαραώ
(Γένεση 46-47). Όταν ο Ιακώβ πέθανε, ο Ιωσήφ τον ταρίχευσε σύμφωνα με τα έθιμα
των Αιγυπτίων, και μετά από
άδεια του Φαραώ τον έθαψε στη γη Χαναάν (Γένεση 50:7,12,13). Κατόπιν επέστρεψε
στην Αίγυπτο όπου και πέθανε. Τον ταρίχευσαν όπως και τον πατέρα του (Γένεση
50:26). Πριν το θάνατό του όρκισε τα αδέρφια του ώστε να μεταφέρουν τα οστά του
στη γη Χαναάν
(Γένεση 50:25), δείγμα της σταθερής σε όλη του τη ζωή
πίστης προς το Θεό των πατέρων του (Εβραίους 11:22).
Κατά την έξοδο των
Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, ο Μωυσής πήρε
τα οστά του Ιωσήφ μαζί του (Έξοδος 13:19). Αργότερα τα έθαψαν στη Συχέμ,
στον αγρό τον οποίο είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους απογόνους του Εμμώρ (Χαμώρ,
Ιησούς του Ναυή 24:32).
Ο Ιωσήφ έζησε 110 χρόνια από τα οποία τα 90 χρόνια στην Αίγυπτο.
Αναφέρεται και στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως (Εβραίους
11:22).
[
Υπάρχουν άλλα δέκα άτομα στην Αγία Γραφή με το όνομα Ιωσήφ. Δες σχετικά
εδώ]