[το όνομά του
σημαίνει "ο Κύριος κρίνει"]
[1]
Ο τέταρτος βασιλιάς του βασιλείου του Ιούδα,
γιος του Ασά από τη σύζυγό του Αζουβά, κόρης του
Σιλεΐ (ή Σιχλί, Β' Χρονικών 17:1, 20:31,32). Διαδέχθηκε τον πατέρα
του σε ηλικία 35 ετών και βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ για 25 χρόνια. Ήταν από τους
καλύτερους και πιο επιτυχημένους βασιλιάδες του Ιούδα, ευσεβής ο οποίος αγαπούσε
το Θεό και τηρούσε το Νόμο, γι αυτό και ο Θεός τον ευλόγησε
(Β' Χρονικών 17:3-5). Σταμάτησε τη λατρεία των ειδώλων που είχαν εισάγει
οι προκάτοχοί του (Β' Χρονικών 17:6), αποκατέστησε της θρησκευτικής διατάξεις
του Μωσαϊκού νόμου, και έστειλε άρχοντες και λευίτες στις πόλεις του βασιλείου
του για να διδάξουν στο λαό, το Νόμο του Κυρίου (Β' Χρονικών 17:7-9). Πήγαινε
μάλιστα ο ίδιος για να μάθει στο λαό να εφαρμόζει πιστά το νόμο (Β' Χρονικών
19:4). Επίσης έδιωξε όλους τους ειδωλολάτρες ιερείς (Α' Βασιλέων 22:47-49). Εξ
αιτίας της πιστότητάς του, "φόβος Κυρίου" έπεσε στους γείτονές του, γι αυτό οι
Φιλισταίοι και οι
Άραβες του έφερναν δώρα (Β'
Χρονικών 17:10-12). Οχύρωσε την χώρα του, έγινε αρκετά ισχυρός (Β' Χρονικών
17:1,12) και έκανε πολλά έργα στις πόλεις του βασιλείου του
(Β' Χρονικών 17:13).
Από τα αρνητικά σημεία της βασιλείας του ήταν η συμμαχία με τον ασεβή βασιλιά
του Ισραήλ Οχοζία για να κατασκευάσουν πλοία που να πηγαίνουν στο λιμάνι στη
Θαρσείς. Ο προφήτης Ελιέζερ προφήτευσε εναντίον
του Ιωσαφάτ, ότι ο Θεός θα έφερνε καταστροφή, γεγονός που αργότερα έγινε
πραγματικότητα καθώς τα πλοία του Ιωσαφάτ ναυάγησαν (Β' Χρονικών 20:35-37).
Επίσης συμμάχησε με τον Αχαάβ, αφού προηγουμένως ο
γιος του Ιωράμ είχε παντρευτεί με τη κόρη του Αχαάβ,
Γοθολία, πράξη που επέκρινε ο προφήτης Ιηού (Β'
Χρονικών 19:2). Μαζί με τον Αχαάβ πολέμησε εναντίον της Συρίας, εκεί ο Αχαάβ
έχασε τη ζωή του, ο Ιωσαφάτ όμως διασώθηκε και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ (Β'
Χρονικών κεφ. 18). Επίσης με τον γιος του Ιωράμ, εκστράτευσε κατά των
Μωαβιτών τους οποίους
νίκησε χάρη στην πίστη του προς το Θεό και γιατί οι Μωαβίτες είχαν συμμαχήσει με
τους Σύριους, τους
Αμμωνίτες και τους
Εδωμίτες (Β' Χρονικών
20:1-30).
Πριν πεθάνει ο Ιωσαφάτ έδωσε
στους γιους του πολλά δώρα, μέχρι και οχυρωμένες πόλεις, τη βασιλεία όμως την
έδωσε στο μεγαλύτερό του γιο, τον Ιωράμ (Β' Χρονικών 21:3).
Πέθανε σε ηλικία 60 ετών και τάφηκε μαζί με τους πατέρες του στην πόλή Δαβίδ,
την Ιερουσαλήμ
(Β' Χρονικών 21:1).
[2]
Γιος του Αχιλούδ,
υπομνηματογράφος στο παλάτι του Δαβίδ (Β' Σαμουήλ 8:16, 20:24) αλλά και του
Σολομώντα (Α' Βασιλέων 4:3), το 984-965 π.Χ.
[3]
Γιος του Φαρουά, ένας από τους δώδεκα
σιτάρχες του βασιλιά
Σολομώντα
(Α' Βασιλέων 4:17), στη περιοχή Ισσάχαρ.
[4]
Πατέρας του Ιηού, βασιλιά του Ισραήλ (Β' Βασιλέων 9:2).
[5]
Ένας από τους επίλεκτους
πολεμιστές του βασιλιά Δαβίδ (Α' Χρονικών 11:43).
[6]
Ιερέας που σάλπιζε μπροστά στη Κιβωτό του Θεού κατά τη μεταφορά της, επί
βασιλείας
Δαβίδ (Α' Χρονικών 15:24).
[7]
Πρόγονος του Ιησού Χριστού, αναφέρεται στο γενεαλογικό κατάλογο του ευαγγελιστή
Ματθαίου (Ματθαίος 1:8).