[του
Dr. Ανανία Καβάκα, Νευρολόγου-Ψυχιάτρου]
Αποδοχή και ανατροφή
Όπως είναι γνωστό,
ένας σημαντικός αριθμός ζευγαριών δεν μπορούν να τελικά να τεκνογονήσουν,
παρόλο που το επιθυμούν πολύ. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν
περιπτώσεις νεογέννητων βρεφών, που χρειάζονται μια ζεστή
οικογενειακή φωλιά για να μεγαλώσουν φυσιολογικά, κάτι που για
διάφορους λόγους δεν μπορεί γι αυτά τα παιδιά η καλύτερη
λύση.
|
Υιοθεσία: απαραίτητες
προυποθέσεις [εδώ] |
|
|
Είναι αυτονόητο
ότι η ανατροφή των υιοθετημένων παιδιών δεν πρέπει να διαφέρει απ’
αυτή των φυσικών παιδιών. Κι όμως δεν είναι λίγοι εκείνοι οι
γονείς που αντιμετωπίζουν το θετό παιδί τους σαν να μην είναι στην
πραγματικότητα δικό τους. Μια τέτοια αντιμετώπιση μόνο προβλήματα
μπορεί να προκαλέσει. Αυτή εξάλλου είναι η βασική αιτία της
απόρριψης που εκδηλώνουν μερικοί γονείς απέναντι στα υιοθετημένα
παιδιά τους.
Αυτή η
κατάσταση εξελίσσεται και εκδηλώνεται συνήθως σαν μια από τις
επόμενες μορφές:
[ α]
Οι γονείς,
από την αρχή ακόμα της υιοθεσίας δεν δέχονται στην πραγματικότητα
σαν δικό τους το παιδί και παρόλο που συμπεριφέρονται απέναντί
του με πολύ αγάπη, στοργή και φροντίδα, διατηρούν μέσα τους μια
αμφιβολία και ένα είδος αναμονής σε σχέση με την καλή ή όχι
εξέλιξή του και τη μελλοντική του πορεία.
Αν το παιδί
αναπτυχθεί ομαλά και δεν αντιδράει απέναντί τους επαναστατικά,
συνεχίζουν να το ανέχονται σ’ όλη τη ζωή, χωρίς να δημιουργείται
ανάμεσά τους κάποια σοβαρή εμπλοκή.
Αν όμως κάτι
δεν πάει καλά στις σχέσεις τους με το υιοθετημένο τους παιδί και
αρχίσουν οι προστριβές και οι συγκρούσεις μ’ αυτό, εκδηλώνεται η
πραγματική διάθεση και στάση τους απέναντι σ’ αυτό. Έτσι εξηγείται
το φαινόμενο γονιών που απορρίπτουν ή αποκληρώνουν το υιοθετημένο
τους παιδί, παρόλο που αυτό είναι ήδη μεγάλο και έχει δημιουργήσει
οικογένεια με παιδιά ή αποκαλύπτουν σ’ αυτό ότι είναι υιοθετημένο
στη διάρκεια ενός καυγά, επιρρίπτοντας μάλιστα την ευθύνη για τις
κακές τους σχέσεις μ’ αυτό σε κληρονομική επιβάρυνση του παιδιού
από τους φυσικούς του γονείς, επιβάρυνση που το παρασύρει σε
ανάρμοστη ή αντικοινωνική συμπεριφορά.
Αν το είχαν
δεχτεί σαν δικό τους, θα τους ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο
να το από να το αποκληρώσουν τόσο εύκολα ή να το τραυματίσουν τόσο
πολύ, αποκαλύπτοντας σ’ αυτό ότι είναι υιοθετημένο σε μια στιγμή
που ήταν η χειρότερη για να αποκαλυφθεί αυτό στο παιδί.
Αυτό εξηγεί και
το γεγονός ότι ενώ είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο για φυσικούς γονείς
να αποκληρώσουν το παιδί τους, αυτό συμβαίνει αρκετά συχνά σε
περιπτώσεις θετών παιδιών. Μερικές μάλιστα απ’ αυτές τις
περιπτώσεις είναι πολύ θλιβερές, επειδή γίνονται για τελείως
επουσιώδεις λόγους.
Ξέρω για
παράδειγμα περιπτώσεις υιοθετημένων παιδιών που αποκληρώθηκαν από
τους θετούς γονείς τους για τον απλούστατο λόγο ότι αποφάσισαν μα
παντρευτούν άτομα, τα οποία εκείνοι δεν ενέκριναν και ούτε στο
μέλλον θέλησαν να το παραδεχτούν, παρόλο που αποδείχτηκαν πολύ
καλά. Για να τους εκδικηθούν μάλιστα φρόντισαν να διοχετεύσουν με
τρόπο την περιουσία τους σε μακρινούς και λίγο πολύ άσχετους
συγγενείς, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, τους εγκατέλειψαν όταν
έφτασαν τα γηρατειά και μόνο το θετό παιδί τους έτρεξε πάλι να
τους συμπαρασταθεί, παρόλο που όλη η περιουσία είχε εξανεμισθεί.
Ξέρω επίσης
περιπτώσεις υιοθετημένων παιδιών που τα αποκλήρωσαν οι γονείς τους
για τον απλούστατο λόγο ότι δεν δέχτηκαν να ακολουθήσουν στη ζωή
τη γραμμή που εκείνοι απαιτούσαν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το ότι
το κάθε άτομο είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα που καθορίζει μόνο
του την πορεία που θα ακολουθήσει στη ζωή.
Η βασική αιτία
της απαράδεκτης συμπεριφοράς αυτών των γονιών και πολλών άλλων που
απορρίπτουν τόσο εύκολα και για αστείους κάποτε λόγους, τα θετά
παιδιά τους είναι το γεγονός ότι ποτέ στην πραγματικότητα δεν τα
δέχτηκαν σαν δικά τους παιδιά.
[ β]
Άλλοι πάλι
γονείς ενώ φαίνεται ότι δέχονται το υιοθετημένο παιδί σαν δικό
τους, συμπεριφέρονται απέναντί του σαν να μην είναι στην
πραγματικότητα δικό τους. Αυτά φαίνεται άλλοτε από μια τάση
υπερπροστασίας και άλλοτε από υπερβολική ανοχή απέναντι σε
απαράδεκτη συμπεριφορά ή ενέργειες του παιδιού. Μ’ αυτό τον τρόπο
ίσως πιστεύουν ότι το υιοθετημένο παιδί τους θα τους αγαπήσει πιο
πολύ, θα δεθεί μαζί τους πιο στενά και δεν θα υπάρξει αργότερα
κίνδυνος να τους απορρίψει ή να θελήσει να τους εγκαταλείψει.
Μια τέτοια
γραμμή όμως εξηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία σοβαρών προβλημάτων
ανάμεσα στους γονείς και στο θετό παιδί τους αργότερα.
Αν πρόκειται
για υπερπροστασία, το παιδί ή τη δέχεται, με αποτέλεσμα να γίνε
δειλό και να υποφέρει από συναισθήματα μειονεκτικότητας αργότερα ή
επαναστατεί, μόλις κάπως μεγαλώσει, προκαλώντας αρκετή πικρία τους
γονείς του και αναστάτωση στη ζωή του.
Αν πρόκειται
για υπερβολική ανοχή, το παιδί δεν μαθαίνει ποτέ να
αυτοπειθαρχείται, με αποτέλεσμα να γίνει ένα ατίθασο και
απροσάρμοστο άτομο, απαιτώντας να εκπληρώνονται πάντοτε οι
επιθυμίες και απαιτήσεις του.
Τέλος, το
παιδί, μπορεί να εκμεταλλευθεί την προσπάθεια ή το φόβο των γονιών
του να μην χάσουν την αγάπη του και να τους αναγκάζει να γίνεται
πάντοτε το δικό του.
Μια τέτοια
γραμμή όμως δημιουργεί αργά ή γρήγορα προστριβές και συγκρούσεις
ανάμεσα στους γονείς με το παιδί, επειδή εκείνο τραβάει συνήθως το
σχοινί. Όταν η κατάσταση χειροτερέψει πολύ, οι γονείς προσπαθούν
να ελέγξουν τα πράγματα αλλά συνήθως πολύ αργά, επειδή έχουν
περάσει ήδη αρκετά χρόνια.
Το παιδί έχει
εν τω μεταξύ μονιμοποιήσει ένα ορισμένο τρόπο συμπεριφοράς και
αντίδρασης απέναντι στους γονείς του, που δεν είναι καθόλου εύκολο
να αλλαχθεί. Τη στιγμή που για χρόνια ολόκληρα περνούσε σχεδόν
πάντοτε το δικό του ή με το πείσμα πετύχαινε το στόχο του, δεν
μπορεί μετά να αντιληφθεί γιατί η κατάσταση να είναι διαφορετική.
Θεωρεί ότι δεν φταίει το ίδιο αλλά οι γονείς του και γι’ αυτό
επιμένει πιο πολύ.
Οι γονείς του
από την άλλη πλευρά όταν αντιμετωπίζουν αυτή την επιμονή του
παιδιού ή όταν γίνονται ανοιχτές συγκρούσεις μ’ αυτό, δεν
προσπαθούν να εντοπίσουν τα δικά τους λάθη, αλλά σαν εύκολη λύση
ρίχνουν την ευθύνη σε κληρονομική επιβάρυνση του θετού παιδιού
τους.
Αυτό όμως,
χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται, τους κάνει αρνητικούς
απέναντι στο παιδί τους. Έτσι γίνονται λιγότερο ανεκτικοί ή και
επιθετικοί απέναντί του, κάτι που επιδεινώνει τις σχέσεις τους και
μειώνει τις πιθανότητες να βρεθεί κάποια λύση στο πρόβλημά τους.
Μια τέτοια
τακτική ψυχραίνει τις καρδιές τους με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν
οι γονείς το παιδί τους σαν ένα άτομο που τους δημιουργεί
καθημερινά προβλήματα και το παιδί τους γονείς του σαν ανθρώπους
που δεν τα αγαπούν και δεν δείχνουν κατανόηση απέναντί του.
Αν αυτό
συνεχιστεί για πολύ, μπορεί να οδηγήσει σε τέλεια ρήξη των σχέσεών
τους, κάτι που είναι πολύ κακό και για τους γονείς αλλά ιδιαίτερα
για το παιδί.
Και σ’ αυτές
τις περιπτώσεις, το λάθος των γονέων να μην αντιμετωπίσουν το
υιοθετημένο παιδί τους σαν δικό τους, μπορεί να έχει δυσάρεστες
συνέπειες, που φτάνουν μέχρι και την απόρριψη του παιδιού.
Αν λοιπόν
αποφασίσουμε να υιοθετήσουμε κάποιο παιδί από αγάπη σ’ αυτό, θα
πρέπει όχι μόνο να το δεχτούμε σαν δικό μας, αλλά και να το
αντιμετωπίζουμε σαν να το έχουμε γεννήσει εμείς.
Η αγάπη πρέπει
να είναι το κίνητρό μας στις σχέσεις μας μ’ αυτό σ’ όλη τη ζωή.
Άσχετα αν αυτό βγει καλόβουλο ή ζόρικο, υπάκουο ή ανυπάκουο,
χαριτωμένο ή γκρινιάρικο, εύστροφο ή βραδύστροφο, ποτέ δεν πρέπει
να επιτρέψουμε να επικρατήσουν άλλες σκέψεις στο μυαλό μας ή
διαφορετικά συναισθήματα στην καρδιά μας.
Αυτό είναι το
παιδί μας που το αγαπάμε και θα συνεχίσουμε να το αγαπούμε, άσχετα
με τα προβλήματα που τυχόν μας δημιουργεί και άσχετα με τις πίκρες
που μας ποτίζει κάθε λίγο. Δεν πρέπει ποτέ να αφήσουμε να
επικρατήσουν μέσα μας σκέψεις ότι όλα αυτά συμβαίνουν επειδή στην
πραγματικότητα δεν είναι δικό μας παιδί. Αυτό γιατί, όπως
τονίστηκε και πριν, κανένας δεν ξέρει ότι δεν θα συνέβαιναν τα
ίδια ή και χειρότερα και στην περίπτωση που το είχαμε γεννήσει οι
ίδιοι.
Αν αντίθετα,
αφήσουμε να επικρατήσουν μέσα μας τέτοιες σκέψεις, τότε οι σχέσεις
μας με το παιδί μας θα αρχίσουν να πηγαίνουν από το κακό στο
χειρότερο.
[
]
Ποια στάση πρέπει να κρατήσουν οι φυσικοί γονείς και ποια οι
θετοί;
Από τη στιγμή
που μια γυναίκα ή ένα ζευγάρι αποφασίσουν να δώσουν το παιδί τους
για υιοθεσία, θα πρέπει να το εμπιστευθούν στους θετούς γονείς.
Δεν ανήκει πια σ’ αυτούς αλλά στο νέο ζευγάρι. Γι’ αυτό και δεν
είναι λογικό να αρχίσουν αργότερα μια προσπάθεια για να εντοπίσουν
που βρίσκεται το παιδί, πως είναι ή τι κάνει στο περιβάλλον όπου
ζει. Κάτι τέτοιο, μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί
και τίποτε άλλο.
Αν είναι σε
γνωστή τους οικογένεια που ζει κάπου κοντά, θα πρέπει να αφήσουν
να το αναθρέψουν όπως εκείνοι νομίζουν σωστά, χωρίς οι ίδιοι να
παρεμβαίνουν ή να θέλουν να καθοδηγούν.
Από την πλευρά
των θετών γονιών, θα πρέπει να γίνει σαφές στο παιδί ότι είναι
ελεύθερο να γνωρίσει αν θέλει ή να επικοινωνεί με τους φυσικούς
γονείς ή τα αδέλφια του όποτε θέλει. Ο σκοπός τους δεν ήταν να το
απομονώσουν από τους φυσικούς γονείς ή τα αδέλφια του αλλά να
κάνουν τη ζωή του καλύτερη.
Μια τέτοια
ανοιχτή στάση, δένει περισσότερο το παιδί με τους θετούς γονείς
του, επειδή αυξάνει την εκτίμησή του γι’ αυτούς. Αυτό ισχύει σε
κάθε σχέση. Όσο περισσότερο δίνουμε ελευθερία στον άλλο τόσο
περισσότερο θέλει να μείνει κοντά μας, επειδή δεν βλέπει το λόγο
να απομακρυνθεί. Αντίθετα, όσο περισσότερο προσπαθούμε να τον
κρατήσουμε, τόσο περισσότερο αυξάνουν οι πιθανότητες να τον
χάσουμε από την τάση του άλλου να απελευθερωθεί από μας.
Η αληθινή αγάπη
θέλει να κάνει τον άλλο ευτυχισμένο, γι’ αυτό χαίρεται να υπηρετεί
και όχι να υπηρετείται, θέλει να προσφέρει και όχι να παίρνει,
βάζει σαν βασική επιδίωξη της ζωής του και όχι μόνο τη δική του.
Αυτό πρέπει να γίνει σαφές στη σκέψη και των γονιών και του
παιδιού.
Τέλος πρέπει να
τονιστεί στο παιδί ότι κι όταν ακόμη επιβάλλεται σ’ αυτό πειθαρχία
ή κάποια τιμωρία, αυτό γίνεται από αγάπη γι’ αυτό για να μάθει να
αυτοπειθαρχείται και να μπορέσει έτσι να προχωρήσει καλύτερα στη
ζωή.
Πάντως σαν
γενικός κανόνας που πρέπει να μένει στη σκέψη όλων των ζευγαριών
που έχουν υιοθετήσει κάποιο παιδί είναι ότι αυτό το παιδί το
αγάπησαν, το αγαπούν και θα συνεχίσουν να το αγαπούν σ’ όλη τη ζωή
τους, άσχετα με την καλή ή όχι τόσο καλή συμπεριφορά του. |