Γυναίκα του
Ιακώβ και μητέρα του
Ιωσήφ και
Βενιαμίν. Ήταν η μικρότερη κόρη του
Λάβαν του Σύριου, αδερφού της
Ρεβέκκας, μητέρας του Ιακώβ (Γένεση 28:2,
29:1-6,16,18,31, 30:1-9). Συνεπώς ο Ιακώβ κι η Ραχήλ ήταν ξαδέρφια.
Όταν ο Ιακώβ κατέφυγε στην Παδάν-αράμ, για
να γλιτώσει από την οργή του αδερφού του Ησαύ,
αφού με δόλο πήρε την ευλογία του πατέρα του (Γένεση 27:35), έκανε συμφωνία με
τον Λάβαν, κατά την οποία έπειτα από επτά χρόνια εργασίας, η Ραχήλ θα γινόταν
γυναίκα του. Ο Λάβαν όμως τον υποχρέωσε μετά τα 7 χρόνια εργασίας να πάρει για
γυναίκα του τη Λεία, αδερφή της Ραχήλ. Η αγάπη του
Ιακώβ ήταν τέτοια που δούλεψε άλλα 7 χρόνια για να αποκτήσει τελικά την
αγαπημένη του Ραχήλ ως σύζυγο. Όταν η Ραχήλ έφυγε από το πατρικό της σπίτι, πήρε
μαζί της τους οικογενειακούς θεούς, τα "θεραφείμ", τα οποία κατά τις συνήθειες
της εποχής εκείνης, θεωρούνταν σαν μια αναμφισβήτητη απόδειξη των δικαιωμάτων
επί της ιδιοκτησίας της οικογενείας. Έτσι, αφού ο Λάβαν δεν είχε τότε γιους, η
Ρεβέκκα θα ήταν η κληρονόμος και όχι η αδερφή της Λεία.
Για αρκετό διάστημα η Ραχήλ ήταν στείρα,
αργότερα όμως απέκτησε τον Ιωσήφ (Γένεση 30:22-24), ενώ ακόμη βρισκόταν στο
σπίτι του Λάβαν, ενώ όταν είχαν πια επιστρέψει στο σπίτι του Ιακώβ, απέκτησε και
τον Βενιαμίν. Η Ραχήλ όμως πέθανε κατά τη γέννηση του Βενιαμίν (Γένεση
35:16-19). Η Ραχήλ ετάφη στην "οδό της Εφραθά" δηλαδή την Βηθλεέμ. Εκεί ο Ιακώβ
έστησε μνημείο. Ο Ιακώβ αγαπούσε περισσότερο τους γιους της Ραχήλ από αυτούς της
Λείας.
Ο προφήτης
Ιερεμίας παρουσιάζει τη Ραχήλ ως κοινή
μητέρα όλων των Εβραίων, η οποία βγαίνει από το μνήμα της, για να κλάψει τα
παιδιά της που μεταφέρονται στη Βαβυλώνα και ποτέ πια δεν θα επιστρέψουν
(Ιερεμίας 31:15). Το χωρίο αυτό χρησιμοποιεί και ο ευαγγελιστής
Ματθαίος σαν προφητεία για τη σφαγή των
αθώων νηπίων από τον Ηρώδη (Ματθαίος
2:18).