Ο σκοπός
της συγγραφής της Καινής Διαθήκης
Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε με
σκοπό να μας αποκαλύψει το χαρακτήρα, το έργο και τη διδασκαλία του Κυρίου Ιησού
Χριστού. Η έκφραση «Καινή Διαθήκη» προέρχεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο
οποίος κατά την καθιέρωση του Δείπνου είπε: «τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της
καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» [Ματθ. 26:28],
δηλώνοντας έτσι τη νέα περίοδο της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού. Η νέα αυτή
περίοδος, που εγκαινιάζει ο Χριστός με την ενσάρκωση και σφραγίζει με το
σταυρικό Του θάνατο και την ανάστασή Του, αποτελεί πραγματοποίηση των υποσχέσεων
της Π. Διαθήκης. Στα χρόνια της Π. Διαθήκης οι προφήτες οραματίστηκαν και
προανήγγειλαν μια καινούρια, αιώνια διαθήκη ανάμεσα στο Θεό και στο λαό Του.
|
Ο ΣΙΝΑIΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ
Το αρχαιότερο
χειρόγραφο το οποίο περιέχει το πλήρες κείμενο της Καινής Διαθήκης και
μέρος της Παλαιάς Διαθήκης στο internet
www.codexsinaiticus.org |
Ήδη
ο
Ιερεμίας προαναγγέλλει: «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω κάμει
προς τον οίκον Ισραήλ, και προς τον οίκον Ιούδα, διαθήκην νέαν… και θέλουσιν
είσθε λαός μου, και εγώ θέλω είσθε Θεός αυτών. Και θέλω δώσει εις αυτούς καρδίαν
μίαν και οδόν μίαν… και θέλω κάμει διαθήκην αιώνιον προς αυτούς» [Ιερ. 31:31,
32:38-40]. Η υπόσχεση αυτή πραγματοποιήθηκε όχι μόνο για το λαό του Ισραήλ και
του Ιούδα αλλά για όλη την ανθρωπότητα, που μπορεί να απολαύσει τα αποτελέσματα
της σταύρωσης και της ανάστασης του Κυρίου Ιησού. Ο σταυρός του Χριστού, ενώ
αποτελεί εκπλήρωση των επαγγελιών του παρελθόντος, είναι συγχρόνως και το
ορόσημο για την αρχή μιας νέας εποχής. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης γράφτηκαν από
άνδρες της πρώτης Εκκλησίας υπό την οδηγία του Αγίου Πνεύματος και περιέχουν την
πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού με τη ζωή, το θάνατο και την ανάσταση του
Χριστού, την έναρξη της βασιλείας του Θεού καθώς και την προσδοκία της
μελλοντικής ολοκλήρωσής της. Τα βιβλία αυτά ονομάστηκαν Κ. Διαθήκη σε
αντιδιαστολή προς τα βιβλία της προηγούμενης περιόδου της οικονομίας του Θεού,
της Π. Διαθήκης.
Για την πρωτοχριστιανική
Εκκλησία «Γραφή» ή «Γραφές» ήταν τα βιβλία της Π. Διαθήκης, από τα οποία οι
συγγραφείς της Κ. Διαθήκης παραθέτουν φράσεις με το «γέγραπται», «λέγει η γραφή»
και άλλες παρόμοιες εκφράσεις. Σιγά-σιγά δίπλα στην αυθεντία των Γραφών
τοποθετείται αυτός που τις πραγματοποίησε με όσα έπραξε και είπε και κυρίως με
το θάνατο και την ανάστασή Του. Ό,τι είπε ο Κύριος επιβάλλεται στη συνείδηση των
πιστών ως ο νέος κανόνας ζωής. Ο
απ. Παύλος π.χ. στις Επιστολές του
επανειλημμένα στηρίζει τη διδασκαλία του σε σχετικό λόγο του Κυρίου: «με βάση τη
διδασκαλία του Κυρίου σας λέμε τούτο» [Α' Θεσ.δ΄15], «δίνω εντολή όχι εγώ αλλά ο
Κύριος» [Α' Κορ. 7:10], «ο Κύριος καθόρισε» [Α' Κορ. 9:14», «εγώ παρέλαβα από
τον ίδιο τον Κύριο, κι’ αυτό σας παρέδωσα» [Α' Κορ. 11:23]. Από τον 2ο αιώνα κι
ύστερα οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς παραθέτουν χωρία των Ευαγγελίων εισάγοντάς
τα με τις συνηθισμένες για βιβλικές παραθέσεις φράσεις «γέγραπται». Υπάρχουν
ενδείξεις που οδηγούν προς την άποψη ότι στα τέλη του 1ου ή στις αρχές του 2ου
αιώνα συγκεντρώθηκαν οι Επιστολές του απ. Παύλου σε ένα σώμα και στα μέσα του
2ου αιώνα ο φιλόσοφος και μάρτυρας Ιουστίνος αναφέρεται στα «Ευαγγέλια» [σε
πληθυντικό αριθμό]. Τα χαρακτηρίζει ως «Απομνημονεύματα των Αποστόλων» και μας
πληροφορεί ότι διαβάζονται στις λατρευτικές συνάξεις των πιστών του Χριστού μαζί
με τα συγγράμματα των προφητών.
[συνέχεια]
[αρχική]
[1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14]
[]
|