[1].
Ο κανόνας
Η συγκρότηση της συλλογής των
βιβλίων της Αγίας Γραφής, που ονομάζεται «κανόνας», ακολούθησε μια μακροχρόνια
και πολύπλοκη πορεία. Ιδιαίτερα για τα βιβλία της Π. Διαθήκης δεν είναι σε όλες
τις φάσεις της με βεβαιότητα γνωστή. Η αρχαία ελληνική λέξη «κανών»
δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμιση, ο χάρακας, και
μεταφορικά καθετί που χρησιμεύει ως μέτρο, πρότυπο, κριτήριο ή μια γενική αρχή.
Στην Κ. Διαθήκη διαβάζουμε «Αλλ’ ημείς δεν θέλομεν καυχηθή εις τα άμετρα.
Αλλά κατά το μέτρον του κανόνος το
οποίον εμοίρασεν εις ημάς ο Θεός, μέτρον, ώστε να φθάσωμεν έως και εις εσάς» Β’
Κορ. 10:13. Αλλά και στην εκκλησιαστική γραμματεία του 3ου μ.Χ. αιώνα, ο όρος «κανών» δηλώνει την επίσημη παράδοση, διδασκαλία κλπ, η οποία
ρυθμίζει την πίστη και τη ζωή των πιστών. Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και για τη δήλωση της Αγίας Γραφής, ως
το μέτρο και το κριτήριο της Χριστιανικής πίστης και ζωής. Αργότερα η λέξη
«κανών» πήρε τη σημασία της συλλογής, του καταλόγου των βιβλίων της Παλαιάς και
της Καινής Διαθήκης.
Οι απαρχές της συγκρότησης του
κανόνα της Π. Διαθήκης θα πρέπει να τοποθετηθούν στον 5ο π.Χ. αιώνα-εποχή Έσδρα. Την εποχή εκείνη διαμορφώθηκε η συλλογή των βιβλίων του
Νόμου [Πεντάτευχος]. Παράλληλα με το Νόμο άρχισαν να αποκτούν κανονική ισχύ και
οι συλλογές των προφητών ή έργων που αναφέρονταν στη δράση τους, καθώς και
ποιητικές συλλογές. Ήδη κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα είχε συγκροτηθεί μια συλλογή των ιερών κειμένων του Ιουδαϊσμού, η
οποία περιλάμβανε τρεις ομάδες βιβλίων: Νόμος, Προφήτες και Πάτρια ή Λοιπά
Βιβλία. Την ύπαρξη μιας τέτοιας συλλογής με τριμερή διαίρεση υπαινίσσεται και η
Κ. Διαθήκη. Λίγο πριν από την ανάληψή Του ο Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Ούτοι
είναι οι λόγοι τους οποίους ελάλησα προς υμάς, ότε ήμην μεθ’υμών, ότι πρέπει να
πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω του Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς
περί εμού» Λουκ. 24:44. Ο κατάλογος των βιβλίων της
Ιουδαϊκής Βίβλου πήρε την
οριστική του μορφή το 90 μ.Χ., κατά την Ραβινική Σύνοδο της Ιάμνειας της
Παλαιστίνης. Τα 39 βιβλία της Π. Διαθήκης κατανέμονται σε τρεις ομάδες: Νόμος,
Προφήτες και Αγιόγραφα. Στο Νόμο περιέχονται τα 5 πρώτα βιβλία της Αγίας Γραφής
[Γένεσις, Έξοδος,
Λευιτικό, Αριθμοί και
Δευτερονόμιον]. Η ομάδα Προφήτες
περιλαμβάνει δυο υποομάδες βιβλίων: Προγενέστεροι και Μεταγενέστεροι Προφήτες.
Στην πρώτη υποομάδα κατατάσσονται 6 βιβλία [Ιησούς του Ναυή,
Κριτές, Α’,
Β’
Σαμουήλ και Α’, Β’ Βασιλέων], ενώ στη δεύτερη 15 βιβλία [Ησαΐας,
Ιερεμίας,
Ιεζεκιήλ και τα 12 βιβλία των λεγόμενων «μικρών» προφητών,
Ωσηέ, Ιωήλ,
Αμώς,
Αβδιού, Ιωνάς,
Μιχαίας, Ναούμ,
Αββακούμ, Σοφονίας,
Αγγαίος, Ζαχαρίας και
Μαλαχίας]. Τέλος η ομάδα Αγιόγραφα περιλαμβάνει τα βιβλία:
Ρουθ, Α’,
Β’
Χρονικών, Έσδρας, Νεεμίας,
Εσθήρ, Ιώβ,
Ψαλμοί, Παροιμίες,
Εκκλησιαστής, Άσμα
Ασμάτων, Θρήνοι, και
Δανιήλ.
Μετά την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας,
εποχή κατά την οποία ουσιαστικά είχε κλείσει η Ιστορία της Π. Διαθήκης, λίγοι
Ιουδαίοι, κυρίως από την φυλή του Ιούδα, επέστρεψαν στην Παλαιστίνη κάτω από τη
διοίκηση του Ζοροβάβελ και του αρχιερέα
Ιησού και περίπου 80 χρόνια αργότερα με
τον Έσδρα και το
Νεεμία. Ανοικοδόμησαν το Ναό και ξανάρχισαν τις τελετουργίες.
Τα τρία τελευταία ιστορικά βιβλία της Π. Διαθήκης-Έσδρας, Νεεμίας και Εσθήρ-μας
δίνουν την ιστορία εκείνης της περιόδου. Καλύπτουν μια περίοδο εκατό ετών από
την έκδοση της διαταγής του Πέρση βασιλιά Κύρου που επέτρεπε στους Ιουδαίους να
επιστρέψουν στη χώρα τους [Κύρος 536-432 π.Χ.]. Από το
Νεεμία μέχρι τους χρόνους
της Κ. Διαθήκης πέρασαν 400 χρόνια. Όλη αυτή την περίοδο δεν υπήρχε όραση ή
προφητεία. Ήταν στην πραγματικότητα περίοδος σιωπής από μέρους του Θεού. Καθώς
φτάνουμε στο χρόνο της γέννησης του Ιησού, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε κάποια
πράγματα που συνέβησαν αυτούς τους τέσσερις αιώνες, από το
Νεεμία και το
Μαλαχία
μέχρι το Χριστό.
[2].
Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα
Ο Μέγας Αλέξανδρος πριν από το
θάνατό του, επειδή δεν είχε διάδοχο-κληρονόμο για το θρόνο του, διαίρεσε την
Αυτοκρατορία του στους τέσσερις στρατηγούς του. Η Αίγυπτος, και αργότερα η
Παλαιστίνη, ήταν κάτω από την κυριαρχία του Πτολεμαίου. Εκείνο τον καιρό μεγάλος
αριθμός Ιουδαίων εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, καθώς και σε άλλα πολιτιστικά
κέντρα, και μετέδιδαν τη γνώση του αληθινού Θεού και την προσδοκία του Μεσσία.
Οι Ιουδαίοι αυτοί της διασποράς δεν γνώριζαν τα Εβραϊκά. Μιλούσαν Ελληνικά. Ήταν
τότε, γύρω στο 285 π.Χ., όταν η Π. Διαθήκη μεταφράστηκε στα Ελληνικά στην
Αλεξάνδρεια, για να καλύψει αυτή την ανάγκη. Αυτή η έκδοση φέρει την ονομασία
«Μετάφραση των Εβδομήκοντα» γιατί εβδομήντα εξέχοντες Εβραίοι διανοούμενοι
έκαναν αυτό το μεγάλο έργο. Η συλλογή αυτή περιλάμβανε περισσότερα βιβλία από τα
39 του κανόνα που αποτελούσαν την Ιουδαϊκή Βίβλο. Μάλιστα ορισμένα από αυτά ή
μέρη από αυτά δεν ήταν μεταφράσεις από τα εβραϊκά, αλλά γραμμένα πρωτότυπα στα
ελληνικά. Η ευρεία διάδοση της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα στον ελληνόφωνο
Ιουδαϊσμό της διασποράς, διευκόλυνε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη Χριστιανική
ιεραποστολή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετηθεί η μετάφραση αυτή από την
Εκκλησία ως η Ιερή Βίβλος της, χωρίς ωστόσο να οριοθετηθεί από την αρχή ο
αριθμός των βιβλίων που αυτή περιέχει.
[3].
Κανονικά, ψευδεπίγραφα, απόκρυφα
Η συγκρότηση ενός Χριστιανικού
κανόνα της Π. Διαθήκης προέκυψε από την ανάγκη να καθοριστούν τα βιβλία εκείνα
που εκφράζουν αυθεντικά την πίστη της Εκκλησίας, ώστε να αποκλειστούν
μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα έργα, που περιείχαν μη αποδεκτές ή και αιρετικές
διδασκαλίες. Παρ’ όλα αυτά οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες ακολούθησαν
διαφορετικές πρακτικές στην αναγνώριση των βιβλίων της Π. Διαθήκης, με
αποτέλεσμα να μην υπάρξει ένας ενιαίος κανόνας ολόκληρης της Χριστιανικής
Εκκλησίας. Το μεγάλο σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας και αργότερα
η Μεταρρύθμιση συνέβαλαν στο να παγιωθούν οι διαφορετικές παραδόσεις στο θέμα
του κανόνα, με αποτέλεσμα οι τρεις μεγάλες Ομολογίες να δέχονται σήμερα
διαφορετικό αριθμό βιβλίων της Π. Διαθήκης. Έτσι, η παράδοση της
Ορθόδοξης
Εκκλησίας δέχεται ως «κανονικά» [=βιβλία που ανήκουν στον κανόνα], εκτός από τα
39 βιβλία της Ιουδαϊκής Βίβλου, 10 επιπλέον [Α’ Έσδρας, Τωβίτ, Ιουδίθ, Α’, Β’, Γ
Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ και Επιστολή Ιερεμίου],
ανεβάζοντας τον αριθμό των βιβλίων σε 49. Εκτός από τα επιπλέον βιβλία, εκτενείς
προσθήκες στα ελληνικά υπάρχουν και στα βιβλία Εσθήρ και Δανιήλ. Όσα βιβλία δεν
περιλαμβάνονται στον κανόνα [π.χ. Δ’ Μακκαβαίων κ.α.] ονομάζονται απόκρυφα. Η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ακολούθησε ανάλογη πρακτική δεχόμενη τελικά 46 βιβλία,
τα οποία διακρίνει σε «πρωτοκανονικά» και «δευτεροκανονικά». Στα πρωτοκανονικά
έργα συγκαταλέγονται τα 39 βιβλία της Ιουδαϊκής Βίβλου, ενώ στα δευτεροκανονικά
τα βιβλία Τωβίτ, Ιουδίθ, Α’ και Β’ Μακκαβαίων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ,
Βαρούχ και Επιστολή Ιερεμίου, καθώς και οι Ελληνικές προσθήκες στα βιβλία Εσθήρ
και Δανιήλ. Τα βιβλία που δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό τον κανόνα [Α Έσδρας
και Γ’ Μακκαβαίων] ονομάζονται επίσης «απόκρυφα». Τέλος, οι Εκκλησίες που
προέκυψαν από την Μεταρρύθμιση δέχτηκαν τον κανόνα της Ιουδαϊκής Βίβλου με τα 39
βιβλία. Τα επιπλέον βιβλία που υπάρχουν στον κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας ονομάστηκαν «απόκρυφα», ενώ όσα δεν συμπεριλαμβάνονται σ’ εκείνον
«ψευδεπίγραφα» [π.χ. το Β’ Μακκαβαίων είναι «κανονικό» για τους Ορθοδόξους, «δευτεροκανονικό»
για τους Καθολικούς και «απόκρυφο» για τους Διαμαρτυρόμενους, ενώ το Γ’
Μακκαβαίων είναι «κανονικό» για τους Ορθοδόξους, «απόκρυφο» για τους Καθολικούς
και «ψευδεπίγραφο» για τους Διαμαρτυρόμενους. Κοινό στοιχείο στους κανόνες όλων
των Χριστιανικών Ομολογιών αποτελεί το σύστημα κατάταξης των βιβλικών έργων, που
διαφέρει από εκείνο της Ιουδαϊκής Βίβλου. Έτσι, τα βιβλία κατατάσσονται ανάλογα
με το χαρακτήρα τους σε τρεις ομάδες, «Ιστορικά», «Ποιητικά-Διδακτικά» και
«Προφητικά», αλλά η σειρά των βιβλίων ποικίλει στις διάφορες εκδόσεις της
Βίβλου.
[4].
Ιστορικά γεγονότα
Για να επανέλθουμε για λίγο στην
περίοδο της σιωπής, που αναφέραμε προηγουμένως, αξίζει να δούμε μερικά ιστορικά
γεγονότα εκείνης της εποχής. Στις συγκρούσεις μεταξύ της Συρίας και της
Αιγύπτου, ο Αντίοχος ο Επιφανής κατέλαβε την Παλαιστίνη και άρχισε απηνή διωγμό
εναντίον των Ιουδαίων. Απαγόρευσε στους Ιουδαίους τη λατρεία στο Ναό και τους
υποχρέωνε να τρώνε χοιρινό κρέας, που ήταν απαγορευμένο από το Μωσαϊκό Νόμο.
Πολλοί Ιουδαίοι αρνήθηκαν να υπακούσουν και τότε άρχισε η περίοδος του
μαρτυρίου. Τα αντιιουδαϊκά μέτρα του Αντίοχου του Επιφανούς [175-164 π.Χ.]
προκάλεσαν την επανάσταση των Ιουδαίων, τη γνωστή ως επανάσταση των Μακκαβαίων
υπό την ηγεσία του ιερέα Ματταθία. Ο πατριωτισμός και ο θρησκευτικός ζήλος του
Ματταθία ξεσήκωσε τους πατριώτες Ιουδαίους και η επανάσταση εξαπλώθηκε πολύ
γρήγορα. Όταν σκοτώθηκε ο Ματταθίας, την ηγεσία ανέλαβε ο γιος του Ιούδας ο
Μακκαβαίος [166-161 π.Χ. ]. Ο Ιούδας διεξήγαγε νικηφόρους αγώνες και
αποκατέστησε τη λατρεία στο Ναό της Ιερουσαλήμ. Ο Αντίοχος ηττήθηκε σε τρεις
διαδοχικές συγκρούσεις. Η προσπάθεια του Ιούδα του Μακκαβαίου φαινόταν χωρίς
ελπίδα γιατί οι οπαδοί του ήταν χωρίς εκπαίδευση και χωρίς εξοπλισμό,
αντιμέτωποι με τον οργανωμένο στρατό του πανίσχυρου βασιλιά. Όμως, αυτή η ομάδα
των φτωχών αλλά πιστών Ιουδαίων, εμπνευσμένων από την πίστη στο Θεό, βγήκε
νικηφόρα. Ο πόλεμος όμως συνεχίζεται και τελικά ο Ιούδας σκοτώνεται στη μάχη.
Τον διαδέχεται ο αδελφός του ο Ιωνάθαν [161-143 π. Χ. ], ο οποίος εκμεταλλεύεται
τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των Σελευκιδών για να διευρύνει την κυριαρχία του.
Αναλαμβάνει το αξίωμα του Αρχιερέα, αλλά τελικά συλλαμβάνεται από τους εχθρούς
του και φονεύεται. Ανάλογη πολιτική, με μεγαλύτερη επιτυχία, ακολουθεί και ο
αδελφός του και διάδοχός του ο Σίμων [142-135 π.Χ. ] ο οποίος αναγορεύεται μέγας
Αρχιερέας, στρατηγός και ηγούμενος των Ιουδαίων, αλλά τελικά πέφτει και αυτός
θύμα πολιτικής δολοφονίας.
Το 63 π.Χ. η Ρώμη
καταλαμβάνει την Παλαιστίνη, ετοιμάζοντας το δρόμο και το χρόνο για τη γέννηση
του Ιησού. Οι Ιουδαίοι έχουν κάποια πολιτική ελευθερία, αλλά υποχρεώνονται να
πληρώνουν ετήσιο φόρο στη Ρωμαϊκή Κυβέρνηση.
[συνέχεια]
[αρχική]
[1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14]
[]
|