[το
όνομά του σημαίνει "ευγενής"]
[1]
Βασιλιάς της Τύρου επί βασιλείας
Δαβίδ και
Σολομώντα, με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Ονομάζεται και
Χουράμ (Β' Χρονικών 2:3,11,12). Ήταν γιος του Αβιβάλ.
Ο Χειράμ (Χιράμ) έστειλε στο Δαβίδ ξύλα από κέδρα,
ξυλουργούς και
χτίστες για να
βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του ανακτόρου του στην Ιερουσαλήμ (Β' Σαμουήλ 5:11,
Α' Χρονικών 14:1). Μετά το θάνατο του Δαβίδ έστειλε τους δούλους του στο
Σολομώντα επειδή αγαπούσε τον πατέρα του το Δαβίδ (Α' Βασιλέων 5:1 ή 15), ο
οποίος του ζήτησε κέδρους από το Λίβανο και ξύλα
πεύκου
(Α' Βασιλέων 5:2-7 ή 17-20).
Πρόσφερε επίσης στο
Σολομώντα, υλικά και τεχνίτες για την οικοδόμηση του Ναού του Θεού (Α'
Βασιλέων 5:8-10 ή 22-24), αφού υπήρχε μεταξύ τους συνθήκη ειρήνης και εμπορίου.
Σε ανταπόδοση της ξυλείας από πεύκα και του χρυσού, ο Σολομώντας εκτός από
σιτάρι και το λάδι που του προμήθευε κάθε χρόνο
(Α' Βασιλέων 5:11 ή 25),
έδωσε στο Χειράμ είκοσι πόλεις της Γαλιλαίας (Α' Βασιλέων 9:11-14). Όταν
τελείωσε η ανοικοδόμηση του Ναού, ο Χειράμ πήγε στη Γαλιλαία και όταν είδε τις
πόλεις που του είχε δώσει ο Σολομώντας, δεν του άρεσαν και τις επέστρεψε,
ονομάζοντάς τες "γη Καβούλ" (Α' Βασιλέων 9:12,13, Β' Χρονικών 8:2). Παρόλα αυτά
η φιλία μεταξύ τους συνεχίστηκε. Όταν ο Σολομώντας έφτιαξε στόλο για τις
μεταφορές του, ο Χειράμ του έστειλε έμπειρους
ναύτες (Α' Βασιλέων 9:26,27),
βοηθώντας τον να μεταφέρει χρυσάφι από τις Ινδίες. Ο Χειράμ ήταν καλός
έμπορος,
η δε βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την ευημερία του λαού του.
[2]
Χειράμ ή Χουράμ. Τεχνίτης χαλκουργός τον οποίο ο Χειράμ ο βασιλιάς της Τύρου
έστειλε στο Σολομώντα για να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση του Ναού και
συγκεκριμένα στην εσωτερική διακόσμηση (Α' Βασιλέων 7:13-40, Β' Χρονικών
2:13,14, 4:11-16). Αναφέρεται και ως Χουράμ
(Β' Χρονικών 2:12). Η μητέρα του καταγόταν από τη φυλή
Δαν
(Β' Χρονικών 2:13, ή από τη φυλή Νεφθαλί (Α' Βασιλέων 7:14) και ο πατέρας
του από την Τύρο (Β' Χρονικών 2:13,14). Συνεπώς ο Χειράμ ήταν κατά το ήμισυ
Εβραίος.