[1]
Ό ένατος κατά σειρά βασιλιάς του Ισραήλ μετά τη διαίρεση του
βασιλείου. Δεύτερος γιος του βασιλιά του Ισραήλ
Αχαάβ, ο οποίος διαδέχθηκε τον αδερφό του
Οχοζία που
πέθανε μετά από σοβαρό τραυματισμό
(Β' Βασιλέων 1:2,17). Βασίλευσε στη
Σαμάρεια για 12 χρόνια (Β' Βασιλέων 1:17, 3:1), το 852-840 π.Χ., και "έπραξε
πονηρά ενώπιον του Θεού, όχι όμως όπως ο πατέρας του και η μητέρα του" (Β'
Βασιλέων 3:2).
Επί των ημερών του συνεχίστηκε η συνεργασία μεταξύ των δύο βασιλείων, την οποία
είχε ξεκινήσει ο πατέρας του. Συμμάχησε τόσο με τον Ιωσαφάτ βασιλιά του Ιούδα,
όσο και με το βασιλιά της Εδώμ
και επιτέθηκαν στους Μωαβίτες
που είχαν επαναστατήσει
(Β' Βασιλέων 3:4,5). Κατά τη διάρκεια της
εκστρατείας, ο στρατός τους κινδύνευσε από έλλειψη νερού, όμως μετά από επίκληση
του Ιωσαφάτ προς το Θεό, ο προφήτης Ελισσαιέ
(Ελισαίος) διέταξε και έσκαψαν λάκκους όπου βρήκαν νερό και έτσι συνεχίστηκε η
εκστρατεία (Β' Βασιλέων 3:11-20). Οι τρεις βασιλιάδες καταδίωξαν τους Μωαβίτες
μέσα στο έδαφός τους φθάνοντας μέχρι την Κιρ-αρασέθ (Κιρ-Χαρεσέθ). Εκεί ο
βασιλιάς του Μωάβ, Μησά (Μεσά), μπροστά στον κίνδυνο πρόσφερε τον πρωτότοκο γιο του
θυσία στο θεό Χαμώς, πάνω στα τείχη της πόλης. Οι Ισραηλίτες βλέποντας
την πράξη αυτή φοβήθηκαν και επέστρεψαν πίσω στη χώρα τους (Β' Βασιλέων 3:27).
Αργότερα ο Ιωράμ δέχθηκε επίθεση από το βασιλιά της
Συρίας Βεν-αδάδ
(Β' Βασιλέων 6:24). Στον πόλεμο με τον
Αζαήλ, βασιλιά της Συρίας, ο Ιωράμ τραυματίστηκε
στη Ραμώθ-γαλαάδ και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιεζραέλ (Ιζρεέλ) για να
θεραπευθεί από τα τραύματά του (Β' Βασιλέων 8:29, 9:14,15). Εκεί μετά από
συνωμοσία (Β'
Βασιλέων 9:14-24) δολοφονήθηκε από τον πρώην
στρατηγό του Ιηού
(Β' Βασιλέων 9:24). Μετά το θάνατο του
Ιωράμ σταμάτησε και η δυναστεία του Αμρί.
[2]
Ο μεγαλύτερος γιος του Ιωσαφάτ, ο οποίος τον διαδέχθηκε στο θρόνο του Ιούδα
(Β' Χρονικών 21:1), σε ηλικία 32 ετών
(Β' Χρονικών 21:5,20). Πριν πεθάνει ο Ιωσαφάτ έδωσε
στους γιους του πολλά δώρα, μέχρι και οχυρωμένες πόλεις, τη βασιλεία όμως την
έδωσε στο μεγαλύτερό του γιο, τον Ιωράμ
(Β' Χρονικών 21:3). Ο Ιωράμ βασίλευσε στην
Ιερουσαλήμ για οκτώ χρόνια
(Β' Χρονικών 21:20). Σύζυγός του ήταν η Γοθολία,
κόρη της ειδωλολάτρισσας Ιεζάβελ και του Αχαάβ, η
οποία τον επηρέασε αρνητικά
(Β' Χρονικών 21:6).
Παρόλο που ο
πατέρας του αλλά και ο παππούς του ήταν
καλοί βασιλιάδες, αυτός δεν ακολούθησε τα βήματά τους. Στην αρχή της βασιλείας
του δολοφόνησε τα πέντε αδέρφια του και μερικούς από τους άρχοντες της χώρας (Β'
Χρονικών 21:4), και κατέσχεσε τις περιουσίες τους. Κατόπιν καθιέρωσε τη λατρεία
του Βάαλ. Παρόλο που ο προφήτης
Ησαΐας τον πρότρεψε
να μετανοήσει και να αλλάξει γιατί θα ερχόταν η καταστροφή του, ο Ιωράμ δεν τον
άκουσε. Αποτέλεσμα ήταν να επαναστατήσουν οι
Εδωμίτες και να πετύχουν
την ανεξαρτησία τους, τοποθετώντας δικό τους βασιλιά (Β' Χρονικών 21:8), όπως
και η Λιβνά
(Β' Χρονικών 21:10). Επίσης οι
Φιλισταίοι και οι
Άραβες επιτέθηκαν εναντίον
της χώρας
(Β' Χρονικών 21:16). Κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ την
οποία λεηλάτησαν, μπήκαν στο παλάτι, και αιχμαλώτισαν ή σκότωσαν τους γιους και
τις γυναίκες του Ιωράμ, εκτός από τον μικρότερο του γιο τον Ιωάχαζ ή Οχοζία. Ο
Ιωράμ πέθανε μετά από μακρά και τρομερή ασθένεια, με πόνους φρικτούς, σε ηλικία
40 ετών, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει ο προφήτης Ηλίας
(Β' Χρονικών 21:12-19). Τον έθαψαν στην πόλη Δαβίδ,
ο λαός όμως απαγόρευσε να τον θάψουν στους
βασιλικούς τάφους (Β' Χρονικών 21:20). Τον
διαδέχθηκε στο θρόνο ο γιος
του Ιωάχαζ ή
Οχαζίας (Οχοζίας) ή Αζαρίας (Β' Χρονικών 21:17, 22:1,2,6).
[3]
Γιος του Θοεί (Τόχου), βασιλιά της Αιμάθ (Χαμάθ),
που συγχάρηκε το Δαβίδ για τη νίκη του εναντίον του Αδαδέζερ (Β' Σαμουήλ 8:10).
[4]
Ιερέας, ένας από αυτούς που έστειλε ο βασιλιάς του
Ιούδα
Ιωσαφάτ, να διδάξουν το Νόμο του Θεού στις πόλεις του Ιούδα (Β' Χρονικών
17:7,8).