[το
όνομά του σημαίνει "φτιαγμένος από τον Ιεχωβά"]
[1]
Γιος του αρχιερέα
Ιωδαέ (Ιεωϊαδά),
από την Καβσεήλ, πόλη της βόρειας Ιουδαίας (Β' Σαμουήλ 23:20) και εγγονός ενός
γενναίου άντρα. Αρχηγός της
σωματοφυλακής του βασιλιά Δαβίδ (Β' Σαμουήλ
23:23,
8:13, 20:23) και
αρχηγός του στρατεύματος για
τον τρίτο μήνα (Α' Χρονικών 27:5,6). Ήταν αρκετά δυνατός και γενναίος
(Β' Σαμουήλ 23:20)
και λόγω των ανδραγαθημάτων του ήταν ένας από τους ισχυρότερους άντρες του λαού
(Β' Σαμουήλ 23:20-22, Α' Χρονικών 11:22-25).
Πιθανόν να συνόδευσε το Δαβίδ, στα γεγονότα
της επανάστασης του Αβεσσαλώμ (Β' Σαμουήλ 15:18).
Συμμετείχε στον αγώνα κατά του Αδωνία ο οποίος
αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με το βασιλιά Σολομώντα (Α' Βασιλέων 1:5-52).
Αργότερα με διαταγή του Σολομώντα έγινε
αρχιστράτηγος (Α'
Βασιλέων 2:35) αφού προηγουμένως είχε σκοτώσει τον Ιωάβ.
[2]
Ένας από τους
επιτηρητές των εισφορών υπέρ του Ναού (Β' Χρονικών 31:13), τον οποίο είχε
διορίσει ο Εζεκίας.
[3]
Λευίτης
πυλωρός (θυρωρός) κατά την
επιστροφή της Κιβωτού του Θεού στην Ιερουσαλήμ (Α' Χρονικών 15:18).
[4]
Μουσικός,
διορίστηκε να παίζει ψαλτήριο "επί Αλαμώθ" δηλ. σε ψηλούς τόνους (Α' Χρονικών 15:20)
κατά τη μεταφορά της Κιβωτού του Θεού.
[5]
Λευίτης,
διορίστηκε να παίζει
ψαλτήριο και
κιθάρα
μαζί με άλλους μπροστά από την Κιβωτό του Θεού (Α' Χρονικών 16:5).
[6]
Ιερέας, ο οποίος
σάλπιζε μαζί με
άλλους μπροστά από
την Κιβωτό του Θεού κατά τη μεταφορά της στην Ιερουσαλήμ (Α'
Χρονικών 15:24).
[7]
Πατέρας
του Φελατία (Πελατία), ο οποίος πέθανε γιατί συμβούλευε με πονηρές συμβουλές το
λαό, την εποχή του προφήτη Ιεζεκιήλ (Ιεζεκιήλ 11:13).
[8]
Από
τη συγγένεια του Φαρώς, ένας από αυτούς που πήραν ξένη γυναίκα μετά την
επιστροφή των Ισραηλιτών από την αιχμαλωσία (Έσδρας 10:25).
[9]
Από
τη συγγένεια του Φαχάθ-Μωάβ, ένας από αυτούς που πήραν ξένη γυναίκα μετά την
επιστροφή των Ισραηλιτών από την αιχμαλωσία (Έσδρας 10:30).
[10]
Από
τη συγγένεια του Βανί, ένας από αυτούς που πήραν ξένη γυναίκα μετά την επιστροφή
των Ισραηλιτών από την αιχμαλωσία (Έσδρας 10:35).
[11]
Από
τη συγγένεια του Νεβώ, ένας από αυτούς που πήραν ξένη γυναίκα μετά την επιστροφή
των Ισραηλιτών από την αιχμαλωσία (Έσδρας 10:43).
[12]
Ένας από τους τριάντα που
ανήκαν στο σώμα επίλεκτων πολεμιστών του Δαβίδ, από την
Πιραθών
ή Φαραθών (Α'
Χρονικών 11:31, Β' Σαμουήλ 23:30).
[13]
Πατέρας του
Ζαχαρία, γιος του Ιεϊήλ, κάτοικος του Ιούδα (Β' Χρονικών 20:14).