[το
όνομά του σημαίνει "πατήρ ειρήνης"]
[1]
Τρίτος γιος του
Δαβίδ από
τη σύζυγό του Μααχά, κόρη του βασιλιά της Γεσούρ (Β' Σαμουήλ 3:3). Ήταν
εντυπωσιακά όμορφος όπως και η αδερφή του Θάμαρ. Συνέπραξε στο θάνατο του
αδερφού του Αμνών, ο οποίος αμάρτησε βιάζοντας την
αδερφή του Θάμαρ (Ταμάρ). Επειδή όμως φοβήθηκε τον
πατέρα του, κατέφυγε στον παππού του και βασιλιά της Γεσσούρ όπου έμεινε για
τρία χρόνια (Β' Σαμουήλ 13:19-38).
Με τη μεσολάβηση του
Ιωάβ, ο Δαβίδ επέτρεψε την επιστροφή του Αβεσσαλώμ στο παλάτι. Ο
Αβεσσαλώμ
όμως συνωμότησε για την εκθρόνιση του πατέρα του και την αναρρίχηση στην
εξουσία, και έπειτα από πολλές προσπάθειες, αφού διέφθειρε συνειδήσεις
αξιωματούχων, κατέλαβε τη θέση του βασιλιά στη Χεβρών. Ο Δαβίδ εγκατέλειψε την
Ιερουσαλήμ για να μην υπάρξει εμφύλιος πόλεμος, παρόλα αυτά ο Αβεσσαλώμ κυνήγησε
τον Δαβίδ. Στη μάχη που έγινε ο Αβεσσαλώμ νικήθηκε κατά κράτος. Διέφυγε πάνω σ'
ένα μουλάρι αλλά καθώς τα μαλλιά
του ήταν μακριά, πιάστηκαν στα κλαδιά μιας
βελανιδιάς. Εκεί τον βρήκε ο
Ιωάβ, τον σκότωσε και τον έθαψε στο δάσος (Β' Σαμουήλ 18:17).
Ο Δαβίδ μαθαίνοντας
για το θάνατο του γιου του έκλαψε με πολύ πόνο κράζοντας: "γιε μου
Αβεσσαλώμ,
γιε μου, μακάρι να πέθαινα εγώ αντί για σένα" (Β' Σαμουήλ 18:33).
Ο 3ος
ψαλμός αναφέρεται στη στάση του
Αβεσσαλώμ.
[2]
Πεθερός του
Ροβοάμ, από τη Μααχά (Α' Βασιλέων 15:2,10, Β' Χρονικών 11:20). |