[το όνομά του
σημαίνει "γέλιο" ή "περίγελος"]
Γιος του Αβραάμ και της
Σάρρας (Σάρας). Γεννήθηκε όταν ο
Αβραάμ ήταν 100
ετών και η Σάρρα 90 ετών
(Γένεση 17:17, 21:5). Ονομάστηκε Ισαάκ (γέλιο), γιατί οι
γονείς του γέλασαν με δυσπιστία στη σκέψη ότι ήταν δυνατόν να αποκτήσουν
παιδί στην προχωρημένη ηλικία που ήταν (Γένεση 17:17-19, 18:9-15, 21:6).
Είχαν περάσει 25 χρόνια από τότε που ο Θεός υποσχέθηκε ότι θα αποκτούσαν
παιδί, γι αυτό και ο καρπός της υπόσχεσης του Θεού προς τη Σάρρα (Γένεση
17:17,19, 21:2) ονομάστηκε "τέκνο επαγγελίας", σε αντίθεση με τον
άλλο γιο του Αβραάμ, τον Ισμαήλ, που
απέκτησε με τη δούλη του Άγαρ. Στην επιστολή προς Γαλάτας (4:21-30)
αναφέρεται πως ο Ισαάκ γεννήθηκε σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού, ενώ ο
Ισμαήλ σύμφωνα με φυσικούς νόμους.
Όταν ο Ισαάκ ήταν μόλις 8 ημερών, ο Αβραάμ του έκανε περιτομή κατ' εντολή
του Θεού (Γένεση 21:4). Σε μικρή ηλικία, ο Θεός θέλοντας να δοκιμάσει την
πίστη του Αβραάμ, του ζήτησε να τον θυσιάσει. Ο Αβραάμ ξεκίνησε για να το
πράξει λόγω της πίστης του στο Θεό. Τον έδεσε στο θυσιαστήριο και ενώ
ετοιμαζόταν να τον σφάξει, ο Θεός την τελευταία στιγμή τον εμπόδισε, μετά δε
από ενέργεια αγγέλου, στη θέση του θυσιάστηκε ένα
κριάρι (Γένεση κεφ. 22). Όταν ήταν
37 ετών και ενώ βρισκόταν στη Χεβρών, ο Ισαάκ έχασε τη μητέρα του (Γένεση
23:1). Στην ηλικία των 40 χρόνων παντρεύτηκε τη
Ρεβέκκα, κόρη του
Βαθουήλ (Βεθουήλ) και αδερφή του
Λάβαν (Γένεση 25:20). Το συνοικέσιο για τη
Ρεβέκκα το έκανε δούλος του Αβραάμ (Γένεση κεφ. 24). Ο γάμος παρηγόρησε τον
Ισαάκ για το θάνατο της μητέρας του (Γένεση 24:66). Επειδή όμως η Ρεβέκκα
ήταν στείρα, ο Ισαάκ προσευχήθηκε στο Θεό. Στη ηλικία των 60 ετών ο Θεός του
χάρισε δίδυμα, τον Ησαύ και τον
Ιακώβ (Γένεση 25:20-26).
Μια μεγάλη πείνα τον έφερε στα Γέραρα, όπου Θεός του φανερώθηκε
απαγορεύοντάς του να πάει στην Αίγυπτο (Γένεση 26:1,2). Εγκαταστάθηκε στα
Γέραρα,
επανέλαβε
όμως το λάθος του Αβραάμ λέγοντας στο βασιλιά των Φιλισταίων
Αβιμέλεχ ότι η Ρεβέκκα ήταν αδερφή
του, φοβούμενος μην τον σκοτώσουν επειδή η σύζυγός του ήταν όμορφη (Γένεση
26:7). Όταν ο Αβιμέλεχ έμαθε την αλήθεια, έδωσε πλήρη ελευθερία στον Ισαάκ
και τη Ρεβέκκα, και προειδοποίησε πως όποιος τους πείραζε θα θανατωνόταν. Ο
Θεός ευλόγησε
πλούσια τον
Ισαάκ. Απέκτησε πολλά αγαθά,
πρόβατα,
βόδια και πολλούς δούλους. Γι αυτό
και οι Φιλισταίοι τον
φθόνησαν. Ο Αβιμέλεχ ζήτησε τότε από τον Ισαάκ να φύγει από την περιοχή
τους. Έτσι ο Ισαάκ έφυγε και κατασκήνωσε κοντά στην κοιλάδα των Γεράρων
(Γένεση 26:12-18). Αργότερα και μετά από συνεχείς φιλονικίες των βοσκών του
με τους βοσκούς του Αβιμέλεχ, έκανε συμφωνία ειρήνης μαζί του (Γένεση
26:26-33).
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και ενώ ήταν τυφλός, ζήτησε τον
Ησαύ για να τον ευλογήσει, η Ρεβέκκα όμως έστειλε τον Ιακώβ,
εξαπατώντας τον (Γένεση κεφ. 27). Έζησε μέχρι που είδε τον Ιακώβ, τον οποίο
είχε στείλει στην Παδάν-αράμ, να επιστρέφει. Πέθανε σε ηλικία 180 ετών στη
Χεβρών, και εκεί οι γιοι του τον έθαψαν (Γένεση 35:27-29). Η Καινή Διαθήκη
αναφέρει συχνά τον Ισαάκ και τη ζωή του: η προσφορά του ως θυσία από τον
Αβραάμ (Ιάκωβος 2:21), η αναφορά του Ιησού ως άνθρωπος πίστης
(Λουκάς 20:37), όπως και στην επί του Όρους ομιλία (Ματθαίος 8:11).
Επίσης στις επιστολές προς Ρωμαίους (9:7), και προς Γαλάτας
(4:28).
Αναφέρεται και στον κατάλογο των ηρώων της πίστεως (Εβραίους
11:17,18).
Ο Ισαάκ ήταν άνθρωπος πίστεως και εμπιστοσύνης προς το Θεό. Ο δε χαρακτήρας
του ήταν ήπιος και ειρηνικός.