[1]
Βασιλιάς των
Μωαβιτών, ο οποίος ήταν
υποτελής φόρου στο βασιλιά του Ισραήλ, Αχαάβ,
καταβάλλοντας
100.000 αρνιά και
100.000 κριάρια μαζί με το μαλλί
τους (Β' Βασιλέων 3:4). Όταν πέθανε ο Αχαάβ, ο Μησά αρνήθηκε να καταλάβει φόρο
στο γιο του Αχαάβ, Οχοζία (Β' Βασιλέων
1:1, 3:5). Όταν ο Ιωράμ ανέβηκε στο θρόνο μετά
το θάνατο του αδερφού του Οχοζία, συμμάχησε με το βασιλιά του Ιούδα,
Ιωσαφάτ, και το βασιλιά του
Εδώμ, και επιτέθηκαν
ενάντια στο Μησά για να τον εξαναγκάσουν να ξαναπληρώσει τους φόρους. Ο στρατός
τους μετά από διαδρομή επτά ημερών στην έρημο, επιτέθηκε στους Μωαβίτες, τους
νίκησε και τους κυνήγησε, καταστρέφοντας τις πόλεις, ρίχνοντας πέτρες στα
χωράφια τους και φράζοντας της πηγές τους. Ο Μησά με 700 άντρες προσπάθησε να
τους επιτεθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Κατόπιν, ανέβηκε στο τείχος της πόλης
Κιρ-αρασέθ (Κιρ-Χαρεσέθ), και πρόσφερε το
γιο του ολοκαύτωμα στον ειδωλολατρικό θεό Χιμώς. Η θυσία αυτή προκάλεσε φόβο
στους Ισραηλίτες που έλυσαν την πολιορκία και γύρισαν πίσω στη χώρα τους (Β'
Βασιλέων 3:4-27). Η θυσία του γιου του Μησά αναγράφεται στη "Μωαβιτική στήλη"
που ανακαλύφθηκε το 1868 και βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου.
Ο Μησά στη μετάφραση ΝΜΒ αναφέρεται ως Μεσά.
[2]
Ο πρωτότοκος γιος του Χάλεβ, και γενάρχης της Ζιφ (Α' Χρονικών 2:42). Ήταν
αδερφός του Μαρησά, γενάρχη της Χεβρών.
[3]
Γιος του Σααραΐμ, απόγονος του
Βενιαμίν (Α' Χρονικών 8:9). Γεννήθηκε
στη γη Μωάβ.
[*] Υπήρχε και περιοχή με το όνομα Μησά
(Μισά) στη Νότια Αραβία. Ήταν όριο της περιοχής όπου κατοικούσαν οι απόγονοι
Ιοκτάν (Γένεση 10:30)