[1]
Γιος του Ρεΐα,
της φυλής Ρουβήν. Ο γιος του ο Βεηρά
ήταν μεταξύ των αιχμαλώτων που απήγαγε ο βασιλιάς Θελγάλ-φελεσάρ (ή Τιγλάθ-Πιλέσερ) της
Ασσυρίας, το
740 π.Χ. (Α' Χρονικών 5:5).
[2]
Ένας από τους
γιους του Γαβαών από τη σύζυγό του Μααχά (Α' Χρονικών 8:30, 9:36).
Από τη φυλή Βενιαμίν.
[3]
Κοινό όνομα
για τους ειδωλολατρικούς θεούς των
Φοινίκων,
Χαναναίων και Τύριων. Κάθε τοπικός
θεός είχε το δικό του χαρακτηριστικό όνομα όπως "Βέελ-φεγώρ" (Αριθμοί 25:3). Με
το χρόνο η λέξη Βάαλ αναφερόταν στο θεό της ευφορίας των Χαναναίων. Μερικοί
θεωρούν το Βάαλ ως θεό του ηλίου που λατρευόταν στο ναό Βεθ-σεμές (ναός του
ήλιου).
Στην περίοδο των
Κριτών, υπήρχαν βωμοί του Βάαλ στην Παλαιστίνη (Κριτές 2:13, 6:28-32). Η
Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά Αχαάβ, αντικατάστησε τη λατρεία του αληθινού Θεού
με αυτή του Βάαλ. Το ίδιο συνέβη και επί εποχής Ιωράμ, όπου η σύζυγός του
Γοθολία, κόρη της
Ιεζάβελ αναβίωσε τη λατρεία του Βάαλ. Ο βασιλιάς
Ιωσίας λόγω
της λατρείας του Βάαλ κατέστρεψε το ναό στην Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλέων 21:3,
23:4,5). Στο Βάαλ προσφέρονταν όχι μόνο θυσίες για την εφορία της γης αλλά και
ανθρωποθυσίες, πολλές φορές μάλιστα θυσιάζονταν μικρά παιδιά στη φωτιά. Ο
προφήτης Ιερεμίας κατέκρινε τα βασίλεια του Ισραήλ και του Ιούδα γι αυτές τις
προσφορές (Ιερεμίας 19:5). Γίνονταν και προσφορές θυμιαμάτων (Ιεζεκιήλ 7:9).
Η εβραϊκή σημασία της λέξης είναι "κύριος",
"κάτοχος". Ο πληθυντικός του Βάαλ είναι "Βααλείμ" (Κριτές 2:11,
Α' Βασιλέων 18:18, Ιερεμίας 2:23).
[*]
Υπήρχε και πόλη στα όρια της φυλής Συμεών με όνομα Βάαλ (Α' Χρονικών 4:33)
|