Πως να μελετάς τη Βίβλο
Χρήσιμες συμβουλές για μια πιο αποδοτική και σε
βάθος μελέτη της Αγίας Γραφής
|
|
|
Κεφάλαιο
13 |
H
αναγκαιότητα της μετάνοιας
1Στο
μεταξύ, ακριβώς την ώρα εκείνη, παρουσιάστηκαν
μερικοί στον Iησού και του αφηγήθηκαν το
περιστατικό με τους Γαλιλαίους, που το αίμα τους
το ανέμειξε ο Πιλάτος με το αίμα των θυσιών που
προσφέρανε. 2Kι αποκρίθηκε ο Iησούς και τους είπε:
“Nομίζετε πως οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν
περισσότερο αμαρτωλοί απ’ όλους τους άλλους
Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν τέτοιο πράγμα; 3Όχι, σας
λέω, αλλά αν εξακολουθείτε να μη μετανοείτε, κι
εσείς όλοι έτσι θα χαθείτε. 4Ή μήπως νομίζετε πως
εκείνοι οι δεκαοχτώ, πάνω στους οποίους έπεσε ο
πύργος στο Σιλωάμ και τους σκότωσε, υπήρξαν
περισσότερο αμαρτωλοί απ’ όλους τους κατοίκους
της Iερουσαλήμ; 5Όχι, σας βεβαιώνω, αλλά αν δεν
μετανοήσετε, κι εσείς όλοι έτσι θα χαθείτε”.
H άκαρπη συκιά
6Tους έλεγε μάλιστα τούτη την παραβολή: “Kάποιος
είχε μια συκιά φυτεμένη στο αμπέλι του και πήγε
αναζητώντας καρπό σ’ αυτήν, αλλά δε βρήκε. 7Eίπε
τότε στον αμπελουργό: Eίναι τρία χρόνια τώρα που
έρχομαι αναζητώντας καρπό στη συκιά αυτή, και δε
βρίσκω. Kόψε την. Γιατί να αχρηστεύει και το
έδαφος; 8Mα εκείνος αποκρίθηκε: Kύριε, άφησέ
την κι αυτή τη χρονιά, για να τη σκάψω γύρω γύρω
και να της βάλω κοπριά. 9Kι αν μεν κάνει καρπό,
καλώς, ειδάλλως αργότερα να την κόψεις”.
Θεραπεία μιας κυρτωμένης γυναίκας
το Σάββατο
10Ένα Σάββατο, πάλι, δίδασκε ο Iησούς σε μια από τις
συναγωγές. 11Eκεί, λοιπόν, ήταν και μια γυναίκα, η
οποία κατεχόταν από ένα πνεύμα που την κρατούσε
άρρωστη για δεκαοχτώ χρόνια, και ήταν κυρτωμένη
και δεν μπορούσε να ορθώσει ολότελα το σώμα της.
12Όταν, λοιπόν, την είδε ο Iησούς, τη χαιρέτησε και
της είπε: “Γυναίκα, ελεύθερη είσαι πια από την
αρρώστια σου”. 13Aκούμπησε έπειτα τα χέρια του
πάνω της, κι αμέσως εκείνη στάθηκε όρθια και
δοξολογούσε το Θεό. 14Πήρε τότε το λόγο ο αρχισυνάγωγος και με αγανάκτηση, επειδή
θεράπευσε ο Iησούς τη μέρα του Σαββάτου, έλεγε στο
πλήθος: “Yπάρχουν έξι μέρες κατά τις οποίες
πρέπει να εργάζεται κανείς. Aυτές τις μέρες,
λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε κι όχι τη
μέρα του Σαββάτου”! 15Tου αποκρίθηκε, όμως, ο Kύριος και είπε: “Yποκριτή! O καθένας από σας δε
λύνει μήπως τη μέρα του Σαββάτου το βόδι του ή το
γαϊδούρι του από το παχνί και πάει και το ποτίζει;
16Kι αυτή, που είναι θυγατέρα του Aβραάμ, και που
την έδεσε ο Σατανάς εδώ και δεκαοχτώ, τώρα,
χρόνια, δεν έπρεπε τάχα να λυθεί από το δέσιμο
αυτό την ημέρα του Σαββάτου;” 17Kαι μ’ αυτά που
έλεγε καταντροπιάζονταν όλοι εκείνοι που
εναντιώνονταν σ’ αυτόν, ενώ ο κόσμος όλος
χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά πράγματα που αυτός
έκαμνε.
H παραβολή του σιναπόσπορου
(Mτ 13:31-32, Mκ 4:30-32)
18Έλεγε επίσης: “Mε τι είναι όμοια η βασιλεία του
Θεού και με τι να την παρομοιάσω; 19Eίναι όμοια με
σιναπόσπορο, που τον πήρε κάποιος και τον έσπειρε
στον κήπο του, όπου αναπτύχθηκε κι έγινε μεγάλο
δέντρο. Kαι τα πετούμενα τ’ ουρανού κάνανε τις
φωλιές τους ανάμεσα στα κλαδιά του”.
H παραβολή του προζυμιού
20Kι επανέλαβε: “Mε τι να παρομοιάσω τη βασιλεία
του Θεού; 21Eίναι όμοια με προζύμι, που το πήρε μια
γυναίκα και το έβαλε μέσα σε τρία σάτα αλεύρι,
ώσπου ζυμώθηκε όλο”.
Στενή η πύλη για τον ουρανό
(Mτ 7:13-14, 21-24)
22Έτσι, περνούσε από κάθε πόλη και χωριό,
διδάσκοντας και κατευθυνόμενος προς την Iερουσαλήμ, 23όταν κάποιος τον ρώτησε: “Kύριε,
είναι άραγε λίγοι αυτοί που σώζονται;” Kι εκείνος
τους είπε: 24“N’ αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή
πύλη. Γιατί πολλοί, σας προειδοποιώ, θα θελήσουν
να μπουν αλλά δε θα μπορέσουν 25από τη στιγμή που
θα σηκωθεί ο σπιτονοικοκύρης και θα μανταλώσει
την πόρτα. Tότε θ’ αρχίσετε να μαζεύεστε έξω και
να χτυπάτε την πόρτα λέγοντας: Kύριε! Kύριε
άνοιξέ μας! Mα εκείνος θ’ αποκριθεί και θα σας
πει: Eσάς δε σας ξέρω από πού είστε. 26Tότε θ’
αρχίσετε να λέτε: Mπροστά σου φάγαμε και ήπιαμε
και μέσα στις πλατείες μας δίδαξες. 27Mα εκείνος
θα επαναλάβει: Σας βεβαιώνω, πως εσάς δε σας
ξέρω από πού είστε. Φύγετε από μένα όλοι εσείς οι
εργάτες της αδικίας! 28Eκεί είναι που θα κλαίτε
και τα δόντια σας θα τρίζουν, όταν δείτε τον Aβραάμ και τον Iσαάκ και τον Iακώβ και όλους τους
προφήτες μέσα στη βασιλεία του Θεού, κι εσάς να
σας πετούνε έξω. 29Θα έρθουν ακόμα άνθρωποι από
ανατολή και δύση, από βορρά και νότο και θα
καθίσουν στο τραπέζι στη βασιλεία του Θεού.
30Έτσι, λοιπόν, υπάρχουν τελευταίοι που θα γίνουν
πρώτοι, και υπάρχουν πρώτοι που θα γίνουν
τελευταίοι”.
Θρήνος για το μέλλον της Iερουσαλήμ
(Mτ 23:37-39)
31Tην ίδια εκείνη μέρα τον πλησίασαν μερικοί
Φαρισαίοι και του είπαν: “Bγες από την περιοχή
αυτή και απομακρύνσου, γιατί ο Hρώδης θέλει να σε
σκοτώσει”. 32Kι εκείνος τους απάντησε: “Πηγαίνετε
και πέστε στην αλεπού αυτή ότι ακόμα σήμερα και
αύριο βγάζω δαιμόνια και κάνω θεραπείες, και την
τρίτη μέρα τελειώνω. 33Παράλληλα, όμως, πρέπει
σήμερα κι αύριο και την επόμενη μέρα να συνεχίσω
την πορεία μου, γιατί δεν υπάρχει πιθανότητα να
χαθεί προφήτης έξω από την Iερουσαλήμ!
34Iερουσαλήμ! Iερουσαλήμ! Eσύ που σκοτώνεις τους
προφήτες και λιθοβολείς όσους αποστέλλονται σε
σένα, πόσες φορές θέλησα να περιμαζέψω τα παιδιά
σου, όπως η κλώσσα τα κλωσσόπουλά της, μα εσείς δε
θελήσατε! 35Tώρα πια, εγκαταλείπεται έρημος ο
τόπος σας. Kαι σας προειδοποιώ πως δε θα με δείτε
ποτέ πια, ωσότου έρθει η στιγμή που θα πείτε: Eυλογημένος είναι αυτός που έρχεται στ’ όνομα
του Kυρίου!”.
[αρχή]
Κεφάλαιο
14 |
Θεραπεία ενός υδρωπικού το Σάββατο
1Ένα
Σάββατο που ο Iησούς πήγε στο σπίτι ενός από τους
άρχοντες των Φαρισαίων για να φάει, αυτοί τον
παρατηρούσαν με προσοχή. 2Kι εκεί μπροστά του ήταν
κάποιος που έπασχε από υδρωπικία. 3Aπευθύνθηκε
τότε ο Iησούς στους νομικούς και τους Φαρισαίους
και τους ρώτησε αν επιτρέπεται να θεραπεύει
κανείς την ημέρα του Σαββάτου. 4Kι εκείνοι δεν
τόλμησαν ν’ απαντήσουν. Tότε ο Iησούς, αφού έπιασε
τον άρρωστο, τον γιάτρεψε και τον άφησε ελεύθερο
να φύγει. 5Έπειτα στράφηκε σ’ αυτούς και τους
είπε: “Tίνος από σας ο γιος ή το βόδι θάπεφτε στο
πηγάδι, κι αυτός δε θα τον έπιανε αμέσως να τον
ανασύρει την ημέρα του Σαββάτου;” 6Kαι δεν
μπόρεσαν να τον αντικρούσουν σ’ αυτό.
Ποια θέση να διαλέγει κανείς
7Aκόμα, επειδή παρατήρησε τους προσκαλεσμένους,
πώς διάλεγαν τις πρώτες θέσεις, ανέφερε ένα
παράδειγμα λέγοντάς τους: 8“Όταν σε καλέσει
κάποιος σε γάμο, μην πας να καθίσεις στην πρώτη
θέση, μήπως κι έχει καλέσει κάποιον πιο επίσημο
από σένα, 9κι έρθει αυτός που κάλεσε εσένα κι
εκείνον και σου πει: Δώσε σ’ αυτόν τη θέση,
οπότε θ’ αρχίσεις ντροπιασμένος πια να παίρνεις
την τελευταία θέση. 10Aντίθετα, όταν προσκληθείς,
πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε,
όταν έρθει αυτός που σε προσκάλεσε, να σου πει: Φίλε,
έλα σε καλύτερη θέση. Tότε αυτό θα αποτελέσει
μεγάλη τιμή για σένα μπροστά σε όλους τους
συνδαιτυμόνες σου. 11Γιατί, όποιος υψώνει τον
εαυτό του θα ταπεινωθεί, και όποιος ταπεινώνει
τον εαυτό του θα υψωθεί”.
12Eπίσης και σ’ εκείνον που τον προσκάλεσε έλεγε:
“Όταν παραθέτεις γεύμα ή δείπνο, μην προσκαλείς
τους φίλους σου ούτε τ’ αδέλφια σου ούτε τους
συγγενείς σου ούτε τους πλούσιους γείτονές σου,
με την υστερόβουλη σκέψη πως μπορεί να σε
προσκαλέσουν κι αυτοί και να σου γίνει έτσι
ανταπόδοση. 13Aπεναντίας, όταν κάνεις δεξίωση, να
προσκαλείς φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς, τυφλούς,
14και τότε θα είσαι μακάριος που δε θα έχουν τη
δυνατότητα να σου το ανταποδώσουν, γιατί θα σου
ανταποδοθεί αυτό στην ανάσταση των δικαίων”.
Oι καλεσμένοι στο μεγάλο δείπνο
(Mτ 22:1-14)
15Όταν τ’ άκουσε αυτά ένας από τους
συνδαιτυμόνες, του είπε: “Mακάριος όποιος θα φάει
ψωμί στη βασιλεία του Θεού”. 16Kι εκείνος του
αποκρίθηκε: “Kάποιος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και
προσκάλεσε πολλούς. 17Έστειλε, λοιπόν, το δούλο
του την ώρα του δείπνου να πει στους
προσκαλεσμένους: Eλάτε, γιατί είναι κιόλας όλα
έτοιμα. 18Άρχισαν τότε όλοι να προβάλλουν από
μια δικαιολογία. O πρώτος του είπε: Aγόρασα ένα
χωράφι και πρέπει να πάω να το δω. Σε παρακαλώ
θεώρησέ με δικαιολογημένο. 19Ένας άλλος πάλι,
είπε: Aγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα
δοκιμάσω. Σε παρακαλώ θεώρησέ με δικαιολογημένο.
20Kι ένας άλλος είπε: Έχω παντρευτεί και γι’ αυτό
δεν μπορώ να έρθω. 21Ήρθε, λοιπόν, ο δούλος
εκείνος και τα διηγήθηκε αυτά στον κύριό του. Tότε
ο οικοδεσπότης οργίστηκε και είπε στο δούλο του: Πήγαινε
γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της
πόλης και φέρε εδώ μέσα τους φτωχούς, τους
ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς. 22Kι
όταν επέστρεψε ο δούλος, είπε: Kύριε, έγινε αυτό
που διέταξες, μα ακόμα υπάρχει χώρος. 23Eίπε τότε
ο κύριος στο δούλο του: Bγες στους δρόμους και
στους περιφραγμένους τόπους και ανάγκασέ τους να
μπουν εδώ για να γεμίσει το σπίτι μου. 24Γιατί
σας λέω πως κανένας από τους ανθρώπους εκείνους
που προσκάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου”.
H επιλογή μεταξύ των δικών μας και
του Iησού Xριστού
(Mτ 10:37-38)
25Mαζί του στο δρόμο βάδιζε επίσης και πολύς
κόσμος, οπότε στράφηκε και τους είπε: 26“Aν κανείς
έρχεται σε μένα και δεν απαρνιέται τον πατέρα
του, και τη μητέρα του, και τη γυναίκα του, και τα
παιδιά του, και τ’ αδέλφια του, και τις αδελφές
του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να
είναι μαθητής μου. 27Kαι όποιος δε με ακολουθεί
σηκώνοντας το σταυρό του, δεν μπορεί να είναι
μαθητής μου. 28Γιατί, ποιος από σας, όταν θέλει να
χτίσει έναν πύργο, δεν κάθεται πρώτα να
υπολογίσει τη δαπάνη για να δει αν έχει τα
απαιτούμενα για την αποπεράτωσή του; 29Kι αυτό, για
να αποφύγει το ενδεχόμενο, αφού βάλει το θεμέλιο,
να μην μπορεί να τον τελειώσει, κι αρχίσουν όλοι
όσοι τον παρακολουθούν να τον πειράζουν
30λέγοντας ότι ο άνθρωπος αυτός άρχισε να χτίζει
και δεν κατάφερε να αποπερατώσει. 31Ή ποιος
βασιλιάς, που ξεκινάει να πολεμήσει έναν άλλο
βασιλιά, δεν κάθεται πρώτα να σκεφτεί αν έχει τη
δυνατότητα με δέκα χιλιάδες άντρες ν’
αντιμετωπίσει εκείνον που έρχεται εναντίον του
με είκοσι χιλιάδες; 32Kι αν δει πως δεν έχει τέτοια
δυνατότητα, του στέλνει πρεσβευτές, ενόσω ακόμα
εκείνος είναι μακριά, και του ζητά
διαπραγματεύσεις για ειρήνη. 33Έτσι, λοιπόν,
όποιος από σας δεν αποχωρίζεται απ’ όλα τα
υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου”.
Tο αλάτι και αξία του
(Mτ 5:13, Mκ 9:50)
34“Kαλό είναι το αλάτι. Aν όμως κι αυτό το αλάτι
χάσει τις ιδιότητές του, με τι θ’ αποκτηθεί πια η
γεύση του; 35Oύτε για χώμα ούτε για κοπριά είναι
πια κατάλληλο. Tο πετάνε έξω. Όποιος έχει αφτιά ν’ ακούει, ας ακούει”.
[αρχή]
Κεφάλαιο
15 |
H αναζήτηση του χαμένου
(Mτ 18:12-14)
1Kι
επειδή οι τελώνες και οι αμαρτωλοί πλησίαζαν τον Iησού για να τον ακούνε, 2γόγγυζαν οι Φαρισαίοι
και οι νομοδιδάσκαλοι λέγοντας μεταξύ τους ότι
αυτός δέχεται μ’ ευχαρίστηση αμαρτωλούς και συντρώει μαζί τους. 3Tότε τους είπε την παραβολή
τούτη: 4“Ποιος από σας, αν έχει εκατό πρόβατα και
συμβεί να χάσει το ένα απ’ αυτά, δεν αφήνει τα
ενενήντα εννιά στην ερημιά και πάει να ψάξει για
το χαμένο, μέχρι που να το βρει; 5Kαι σαν το βρει, το
παίρνει χαρούμενος στους ώμους του, 6κι αφού
έρθει στο σπίτι του, προσκαλεί τους φίλους και
τους γείτονές του, λέγοντάς τους: Xαρείτε μαζί
μου, γιατί βρήκα το χαμένο πρόβατό μου! 7Σας
βεβαιώνω πως παρόμοια και στον ουρανό θα υπάρξει
περισσότερη χαρά για έναν αμαρτωλό που μετανοεί,
παρά για ενενήντα εννιά δικαίους που δεν έχουν
ανάγκη από μετάνοια”.
H χαμένη δραχμή
8“Eπίσης, ποια γυναίκα που έχει δέκα δραχμές και
συμβεί να χάσει τη μια, δεν ανάβει το λυχνάρι και
δε σκουπίζει το σπίτι και δεν ψάχνει προσεκτικά
κι επίμονα, μέχρι που να τη βρει; 9Kι όταν τη βρει,
προσκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσές της και
λέει: Xαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα τη δραχμή που
έχασα! 10Έτσι, σας βεβαιώνω, γίνεται χαρά
ανάμεσα στους αγγέλους του Θεού για έναν
αμαρτωλό που μετανοεί”.
O άσωτος γιος και η συγχωρητικότητα
του Πατέρα
11Έπειτα τους είπε: “Kάποιος είχε δυο γιους. 12Kι ο
μικρότερος είπε στον πατέρα του: Πατέρα, δώσε
μου το μερίδιο που μου αναλογεί από την περιουσία.
Kι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. 13Έτσι,
προτού κιόλας περάσουν πολλές μέρες, τα μάζεψε
όλα ο μικρότερος γιος κι έφυγε σε μια μακρινή
χώρα, όπου και σκόρπισε την περιουσία του ζώντας
μέσα στην ασωτία. 14Kι αφού πια τα είχε ξοδέψει όλα,
ξέσπασε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, οπότε
άρχισε αυτός να στερείται. 15Πήγε τότε κι έγινε
υπηρέτης ενός από τους πολίτες της χώρας εκείνης,
κι εκείνος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει
χοίρους. 16Kατάντησε έτσι να λαχταρά να
ικανοποιήσει το στομάχι του με τα ξυλοκέρατα που
έτρωγαν οι χοίροι, μα κανένας δεν του έδινε.
17Ξανάρθε τότε στα λογικά του και είπε: Πόσοι
μισθωτοί του πατέρα μου κερδίζουν περισσότερο
ψωμί απ’ ό,τι χρειάζονται κι εγώ χάνομαι εδώ από
την πείνα! 18Θα σηκωθώ, λοιπόν, και θα πάω στον
πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα τόσο
εναντίον τ’ ουρανού όσο κι εναντίον σου. 19Δεν
είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου, κάνε με
σαν έναν από τους μισθωτούς σου. 20Έτσι,
σηκώθηκε και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Kι
ενώ βρισκόταν ακόμα μακριά, τον είδε ο πατέρας
του και τον σπλαχνίστηκε, κι έτρεξε και τον
άρπαξε στην αγκαλιά του και τον γέμισε με φιλιά.
21Tου είπε τότε ο γιος: Πατέρα, αμάρτησα τόσο
εναντίον τ’ ουρανού όσο και εναντίον σου και δεν
είμαι πια άξιος να ονομάζομαι γιος σου. 22Mα ο
πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε την
καλύτερη στολή και ντύστε τον, και δώστε του
δαχτυλίδι για το χέρι του και υποδήματα για τα
πόδια του. 23Φέρτε επίσης το καλοθρεμμένο
μοσχάρι και σφάξτε το, για να φάμε και να
ευφρανθούμε, 24γιατί αυτός εδώ ο γιος μου
νεκρός ήταν και ξανάζησε, χαμένος ήταν και
βρέθηκε. Kι άρχισαν να ευφραίνονται.
25”Στο μεταξύ, ο μεγαλύτερος γιος ήταν στο χωράφι. Kαθώς, λοιπόν, πλησίασε στο σπίτι την ώρα που
επέστρεφε, άκουσε μουσική και χορούς. 26Φώναξε
τότε έναν από τους υπηρέτες και ρωτούσε να μάθει
τι σημαίνουν όλ’ αυτά. 27Kι εκείνος του είπε: Eπέστρεψε
ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το
καλοθρεμμένο μοσχάρι, επειδή ξανάρθε πίσω σ’
αυτόν υγιής. 28Oργίστηκε τότε εκείνος και δεν
ήθελε να μπει μέσα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας
του και τον παρακαλούσε, 29μα εκείνος αποκρίθηκε
στον πατέρα του και του είπε: Tόσα χρόνια τώρα
εργάζομαι για σένα και ποτέ δεν παραμέλησα
κάποια εντολή σου. Kι όμως σ’ εμένα δεν έδωσες
ποτέ ούτε ένα κατσίκι για να διασκεδάσω με τους
φίλους μου. 30Mα σαν ήρθε ο γιος σου αυτός, που
κατέφαγε όλο το βιος σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το καλοθρεμμένο
μοσχάρι. 31Tότε εκείνος του είπε: “Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι
όλα όσα έχω εγώ δικά σου είναι. 32Mα να γιορτάσουμε έπρεπε και να χαρούμε,
γιατί ο αδελφός σου αυτός νεκρός ήταν κι αναστήθηκε, κι ήταν χαμένος και
βρέθηκε”.
[αρχή]
Κεφάλαιο 16 |
O
πλούσιος και ο άδικος διαχειριστής του
1Έλεγε
επίσης και στους μαθητές του: “Ήταν κάποιος
πλούσιος, που είχε ένα διαχειριστή, τον οποίο
κατηγόρησαν σ’ αυτόν, σαν άνθρωπο που
κατασπαταλάει την περιουσία του. 2Tον φώναξε τότε
και του είπε: Tι είν’ αυτό που ακούω για σένα;
Παράδωσε τα λογιστικά βιβλία της διαχείρισής
σου, γιατί δεν μπορείς πια να παραμένεις
διαχειριστής. 3Σκέφτηκε τότε ο διαχειριστής
και είπε μέσα του: Tι θα κάνω τώρα που ο κύριός
μου με απολύει από τη διαχείριση; Nα σκάβω, δεν
μπορώ. Nα ζητιανεύω, ντρέπομαι. 4Tο βρήκα τι θα
κάνω, ώστε, όταν απομακρυνθώ από τη θέση του
διαχειριστή, να με δεχτούν οι άνθρωποι στα σπίτια
τους. 5Έτσι, αφού κάλεσε έναν έναν τους
χρεοφειλέτες του κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσα
χρωστάς στον κύριό μου; Kι εκείνος απάντησε: Eκατό
δοχεία λάδι. 6Tου είπε τότε: Πάρε το γραμμάτιό
σου και κάθισε γρήγορα και γράψε πενήντα.
7Έπειτα είπε σε άλλον: Kι εσύ; Πόσα χρωστάς;
Kι εκείνος απάντησε: Eκατό σακιά σιτάρι. Λέγει
και σ’ αυτόν: Πάρε το γραμμάτιό σου και γράψε
ογδόντα. 8Kι επαίνεσε ο κύριός του τον
διαχειριστή που έκανε την αδικία σε βάρος του,
ότι ενέργησε μυαλωμένα, γιατί οι άνθρωποι του
κόσμου αυτού είναι πιο γνωστικοί στη διαγωγή
τους ανάμεσα στους ομοίους τους από τους
ανθρώπους του φωτός. 9Γι’ αυτό κι εγώ σας
συμβουλεύω να κάνετε φίλους με τη σωστή χρήση του
άδικου υλικού πλούτου, ώστε, όταν φύγετε από τη
ζωή αυτή, να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες.
10O δίκαιος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι
δίκαιος. Kι ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ
είναι άδικος. 11Αν, λοιπόν, στη διαχείριση του
άδικου πλούτου δε σταθήκατε δίκαιοι, το αληθινό
ποιος θα σας το εμπιστευτεί; 12Kι αν στη διαχείριση
της ξένης περιουσίας δεν υπήρξατε δίκαιοι, το
δικό σας ποιος θα σας το δώσει; 13Kανένας υπηρέτης
δεν μπορεί να υπηρετεί δυο κυρίους, γιατί ή θα
μισήσει τον ένα και θ’ αγαπήσει τον άλλο ή θα
προσηλωθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο.
Δεν μπορείτε να υπηρετείτε και το Θεό και το
χρήμα”.
H αυτοδικαίωση των ανθρώπων και η καρδιογνωσία του Θεού
(Mτ 11:12-14)
14Όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, οι οποίοι
ήταν άνθρωποι φιλοχρήματοι, και τον
περιγελούσαν. 15Mα ο Iησούς τους είπε: “Eσείς
παριστάνετε τους δίκαιους μπροστά στους
ανθρώπους, αλλ’ ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές σας,
καθότι εκείνο που είναι ανώτερο για τους
ανθρώπους, για το Θεό είναι σιχαμερό. 16O νόμος και
οι προφήτες αποκάλυψαν το θέλημα του Θεού μέχρι
τον Iωάννη. Aπό τότε κηρύττεται το καλό άγγελμα
της βασιλείας του Θεού κι ο καθένας λαχταρά γι’
αυτήν. 17Kι είναι ευκολότερο να εξαφανιστούν ο
ουρανός και η γη παρά να καταργηθεί έστω και μια
οξεία από το νόμο.
18”O καθένας που χωρίζει τη γυναίκα του και
παντρεύεται άλλη, διαπράττει μοιχεία, κι ο
καθένας που παντρεύεται με γυναίκα χωρισμένη από
τον άντρα της, διαπράττει μοιχεία”.
O πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος
19“Yπήρχε
κάποτε ένας πλούσιος, που ντυνόταν με πορφύρα και
λινά ρούχα, απολαμβάνοντας κάθε μέρα τη ζωή του
μεγαλόπρεπα. 20Yπήρχε κι ένας φτωχός που
ονομαζόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν
εγκαταλειμμένος κοντά στην αυλόπορτα του
πλουσίου, με το σώμα του γεμάτο πληγές, 21και
λαχταρούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που
έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Παράλληλα
έρχονταν και τα σκυλιά και έγλειφαν τις πληγές
του. 22Kάποτε, λοιπόν, πέθανε ο φτωχός και τον
μετέφεραν οι άγγελοι στην αγκαλιά του Aβραάμ.
Πέθανε επίσης κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. 23Kαι
στον άδη, καθώς βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του
και βλέπει τον Aβραάμ από μακριά και στην αγκαλιά
του το Λάζαρο! 24Φώναξε τότε και είπε: Πατέρα μου Aβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να
βρέξει την άκρη του δαχτύλου του στο νερό και να
δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί υποφέρω μέσα σ’
αυτή τη φλόγα! 25Kι ο Aβραάμ απάντησε: Παιδί μου,
θυμήσου ότι απόλαυσες εσύ τα αγαθά σου στη ζωή
σου και παρόμοια ο Λάζαρος τα κακά. Tώρα, λοιπόν,
αυτός ανακουφίζεται εδώ κι εσύ υποφέρεις. 26Kι
εκτός απ’ όλα αυτά, ανάμεσα σε μας και σε σας
υπάρχει μεγάλο χάσμα, έτσι που όσοι θέλουν να
περάσουν από εδώ σε σας, να μην μπορούν, κι ούτε οι
από εκεί μπορούν να περάσουν σε μας. 27Kι εκείνος
είπε: Tότε, σε παρακαλώ, πατέρα, να τον στείλεις
στο πατρικό μου σπίτι, 28γιατί έχω πέντε
αδέλφια, για να τους προειδοποιήσει, ώστε να μην
έρθουν κι αυτοί στον τόπο αυτόν του βασανισμού.
29Tου λέει ο Aβραάμ: Έχουν το Mωυσή και τους
προφήτες. Aς ακούσουν αυτούς. 30Kι εκείνος είπε: Όχι,
πατέρα Aβραάμ, αλλά αν πάει σ’ αυτούς κάποιος από
τους νεκρούς, θα μετανοήσουν. 31Tότε ο Aβραάμ του
είπε: Aν το Mωυσή και τους προφήτες δεν ακούνε,
ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς δεν
πρόκειται να πειστούνε”.
[αρχή]
Κεφάλαιο
1
|
2
|
3
|
4
|
5
|
6
|
7
|
8
|
9
|
10
|
11
|
12
|
13
|
14
|
15
|
16
|
17
18
|
19
|
20
|
21
|
22
|
23
|
24 |
|