Καταγόταν από την Ιεσραέλ (Ιζρεέλ),
όπου είχε αμπέλι κοντά στο παλάτι του Αχαάβ,
βασιλιά του βασιλείου του Ιούδα (Α' Βασιλέων 21:1). Ο Αχαάβ θέλησε να αγοράσει
το αμπέλι του για να το κάνει λαχανόκηπο, με αντάλλαγμα ένα καλύτερο αμπέλι ή
χρήματα. Ο Ναβουθαί όμως δεν το έδινε γιατί ήταν κληρονομιά από τους προγόνους
του. Η άρνησή του προκάλεσε λύπη στον Αχαάβ (Α' Βασιλέων 21:4) γι αυτό και η
γυναίκα του Ιεζάβελ ανέλαβε να ενεργήσει για να πάρει το αμπέλι. Γράφοντας
γράμματα με το όνομα του Αχαάβ τα έστειλε στους πρεσβύτερους και τους άρχοντες
της πόλεις, ζητώντας τους να βρουν δύο ψευδομάρτυρες οι οποίοι θα κατηγορούσαν
το Ναβουθαί για βλασφημία απέναντι στο Θεό και το βασιλιά. Έτσι σε μια τελετή
νηστείας που διοργάνωσαν και μπροστά στο λαό, συκοφάντησαν το Ναβουθαί, με
αποτέλεσμα να τον βγάλουν έξω από τη πόλη και να τον σκοτώσουν με λιθοβολισμό
(Α' Βασιλέων
21:7-14).
Καθώς ο Αχαάβ πήγαινε για να πάρει
το αμπέλι του του
Ναβουθαί, ο Θεός μέσω του προφήτη Ηλία, του είπε
για την τιμωρία που θα ερχόταν πάνω του. Ο Αχαάβ ακούγοντας τα λόγια έσκισε τα
ρούχα του και ντύθηκε στα πένθιμα. Ο Θεός για την πράξη του αυτή, δεν εφάρμοσε
την τιμωρία πάνω στον Αχαάβ, αλλά στην οικογένεια του γιου του (Α' Βασιλέων
21:20-29). Αργότερα όμως μετά από προειδοποίηση του προφήτη Μιχαΐα
η τιμωρία έπεσε πάνω στον Αχαάβ (Α' Βασιλέων 22:24-40), στο γιο του
Ιωράμ, τον οποίο αφού τον σκότωσε ο
Ιηού, τον πέταξαν στον "αγρό του
Ναβουθαί" (Α' Βασιλέων
22:25-27), και στη γυναίκα του Ιεζάβελ (Β' Βασιλέων 9:24-37). |