[1]
Ένας από τους τέσσερις
καλούμενους "μεγάλους" προφήτες και ιερέας των Ιουδαίων (Ιεζεκιήλ 1:3). Ήταν
γιος του Βουζεί, ιερέα στη γη των Χαλδαίων. Στην ηλικία των 30 ετών, μεταφέρθηκε
μαζί με τον βασιλιά του βασιλείου
του Ιούδα, Ιωαχείν
(Ιωαχίν) στη Βαβυλώνα, μετά την πρώτη κατάληψη της
Ιερουσαλήμ, το 597 π.Χ., και εγκαταστάθηκε δίπλα στον
ποταμό Χεβάρ, στη Μεσοποταμία
(Ιεζεκιήλ 1:1-3, 3:15). Εκεί του φανερώθηκαν και οι θείες αποκαλύψεις που
περιγράφονται στο ομώνυμο βιβλίο του (Ιεζεκιήλ 1:3).
Ήταν έγγαμος
(Ιεζεκιήλ 24:18)
και είχε δικό του σπίτι στον τόπο της εξορία του (Ιεζεκιήλ 8:1). Είχε την
εκτίμηση του λαού, και οι πρεσβύτεροι συχνά τον συμβουλεύονταν (Ιεζεκιήλ 8:1,
11:25, 14:1, 20:1). Ήταν δε, άνθρωπος με έντονα συναισθήματα, και
αυτό φαίνεται από τη περιγραφή του θανάτου της συζύγου του (Ιεζεκιήλ 24:15-18).
Συνδεόταν στενά με τον προφήτη Ιερεμία, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν πως πιθανόν να
ήταν μαθητής του Ιερεμία. Όταν ο Ιεζεκιήλ μεταφέρθηκε αιχμάλωτος από την
Ιερουσαλήμ, ο Ιερεμίας είχε ήδη διανύσει το μισό της προφητικής του διακονίας.
Στις προφητείες του χρησιμοποιεί τόλμη και δυναμική, προφητεύοντας την τιμωρία
του λαού Ισραήλ εξ αιτίας της παρακοής του στο Θεό, και μιλώντας για το
τελετουργικό της θρησκείας τους. Προφήτευσε επίσης εναντίον των
Αμμωνιτών (Ιεζεκιήλ
25:1-7), των Μωαβιτών
(25:8-11), των Εδωμιτών
(25:12-14, κεφ. 35), των
Φιλισταίων (25:15-17), εναντίον της Τύρου (26:1-28:19), της Σιδώνος
(28:20,23), της Αιγύπτου
(κεφ. 29-32), και του Γωγ (κεφ. 38,39). [
διάβασε για το βιβλίο του
Ιεζεκιήλ]
[2]
Ιερέας επί εποχής Δαβίδ και αρχηγός του 20ου κλήρου των ιερέων (Α' Χρονικών
24:16).