Γιος και διάδοχος του βασιλιά
Ιωακείμ (Ιωακίμ), ο
δέκατος ένατος βασιλιάς του Ιούδα μετά τη διαίρεση του βασιλείου. Ήταν γιος της Νεουσθά (Νεχουστά), κόρης του Ελναθάν από την Ιερουσαλήμ (Β' Βασιλέων 24:8). Ανέβηκε στο θρόνο σε
ηλικία 18 ετών (Β' Χρονικών 36:9),
το 597 π.Χ., και βασίλευσε στην Ιερουσαλήμ μόνο τρεις μήνες και
δέκα ημέρες
(Β' Χρονικών 36:9). Ήταν ειδωλολάτρης, και
"έπραξε πονηρά ενώπιον του Θεού"
(Β' Βασιλέων 24:9). Ο βασιλιάς της
Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, πολιόρκησε και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ αιχμαλωτίζοντας
τον Ιωαχείν
(Ιωαχίν) την οικογένειά του, και τους δούλους του (Β' Βασιλέων 24:8-16,
Β' Χρονικών 36:9,10). Οι αιχμάλωτοι ήταν πάνω από 10.000, μαζί με τους
στρατιώτες (Β' Βασιλέων 24:14). Ο Ναβουχοδονόσορ πήρε τότε θησαυρούς του Ναού
και του παλατιού, και τοποθέτησε
στο θρόνο το Ματθανία (Ματτανία), θείο του Ιωαχείν
(Β'
Χρονικών 36:10), αλλάζοντας το όνομά του σε
Σεδεκία
(Β' Βασιλέων 27:8,
Β' Χρονικών 36:10).
Ο Ιωαχείν έμεινε στη φυλακή της Βαβυλώνας για 37 περίπου χρόνια, μέχρι το θάνατο
του Ναβουχοδονόσορ, οπότε και ο διάδοχος του Ευείλ-μερωδάχ (Ευίλ-Μεωδάχ), τον
ελευθέρωσε δίνοντάς του φαγητό για όλες της μέρες της ζωής του, μέσα στο παλάτι.
(Β' Βασιλέων 25:27-30).
Ο προφήτης Ιερεμίας που προφήτευσε και πριν και μετά τη βασιλεία του
Ιωαχείν, τον αναφέρει ως
Χονία
(εβραϊκό κείμενο, Ιερεμίας 22:24,28, 37:1).