Εσένα π' αγαπώ
Κύριε, πως τα
μάτια μου
το πάθος ν’
αντικρίσουν,
το πάθος το δικό
Σου στον Σταυρό,
χωρίς λυγμοί
απ’ της καρδιάς
τα βάθη ν’ αντηχήσουν
για Σένα π’
αγαπώ.
Πως ν’ αντικρίσω
το πικρό των
χλευαστών στεφάνι,
το αίμα το πηχτό,
χωρίς των πόνων
το βαρύ να πλέξω
το γιορντάνι
για Σένα π’
αγαπώ.
Στου Γολγοθά
ανήμπορος
την ματωμένη
σκέπη
μονάχος στο βαθύ
Σου τον καημό,
και μόνο των
δημίων Σου
το μάτι να σε
βλέπει,
Εσένα π’ αγαπώ.
Κύριε, την αγάπη
Σου
πως να την
τραγουδήσω,
ποια λόγια να βρω
τόσα να σου πω;
χωρίς λυγμούς,
χωρίς στα γόνατα
βουβή να πέσω,
να φιλήσω
Εσένα π’ αγαπώ.
πάνω
|
Ειρήνην την εμήν δίδω εις εσάς
Να
υψώνονται κύματα,
να φυσάν οι
βοριάδες,
κάθε στήριγμα
ανθρώπινο
να λυγά, να σ’
αφήνει
και συ να ‘χεις
ειρήνη.
Να χτυπιέται η
βάρκα σου
σε υφάλους, σε
ξέρες,
να ‘σαι φύλλο
ανήμπορο
στων ανέμων τη
δίνη
και συ να ‘χεις
ειρήνη.
Να χλομιάζουν τα
λούλουδα
στου σπιτιού σου
τον κήπο,
το μπουμπούκι να
χάνεται
πριν τριαντάφυλλο
γίνει
και συ να ‘χεις
ειρήνη.
Στης ζωής τους
λαβύρινθους
να ‘χεις πάντα
πυξίδα
την αγάπη που σ’
έσωσε
και ποτέ δεν σ’
αφήνει.
Είν’ η μόνη
ειρήνη.
πάνω
|
Αν δεν
ήταν Ανάσταση
Αν δεν ήταν Ανάσταση,
όλη η γη θα ΄ταν
άγχος,
η ελπίδα δεν θ΄
άνοιγε
τα πλατιά της
φτερά,
να πετάξει
ψηλότερα,
να περάσει τους
κόσμους
τους φθαρτούς, για τους
άφθαρτους,
για να βρει τη
χαρά.
Αν δεν ήταν
Ανάσταση,
πόσος πόνος και
θλίψη.
Ματωμένα τα
δάκρυα
θα κυλούσαν στη
γη,
σαν τυφλοί θα
γυρίζαμε
κι οι βαριές
αλυσίδες των παθών
θα μας σφίγγανε,
θα γινόταν πληγή.
Αν δεν ήταν
Ανάσταση,
της αγάπης τα
ρόδα
μονομιάς θα
ξεφύλλιζε
του κακού ο
βοριάς.
Κάποιο ΄χέρι
παρήγορο
τα θερμά δάκρυα
μας
σπλαχνικά δε θα
σκούπιζε,
στη σιωπή της
νυχτιάς.
Αν δεν ήταν
Ανάσταση,
ο σταυρός, σου
ψυχή μου,
στης ζωής τον
ανήφορο
θα ‘ταν τόσο
βαρύς.
Με σταγόνες
αιμάτινες
θα λουζόνταν οι
δρόμοι,
και χολή για τη
δίψα σου
θα σου δίναν να
πιεις.
Αν δεν ήταν
Ανάσταση,
τα λουλούδια π’
ανθίσαν
και στολίσανε
κάποτε
τη μικρή μας
γωνιά,
μες στο χώμα θα
πέθαιναν
και του πόνου τα
χέρια
θα εσφίγγαν
μερόνυχτα
την πικρή μας
καρδιά.
Ω! ψυχή μου για
κοίταξε,
πως χρυσώνει ο
κάμπος
οι καμπάνες
σημαίνουνε
των γλαυκών
ουρανών
το κεφάλι σου
σήκωσε,
η Ημέρα ορθρίζει,
τα σημεία το
δείχνουνε
των δικών μας
καιρών.
Μη ποτίσεις με
δάκρυα
ό,τι κλείνει το
χώμα,
σαν η πύλη να
έκλεισε
της Πατρίδας
ψηλά.
Η Ανάσταση έγινε,
κοίτα πίσω απ’ τ’
αστέρια,
κοίτα πάνω απ΄ τα
σύννεφα,
που ο ήλιος γελά.
πάνω
|
Πάνω απ' τα
σύννεφα
Ήρθε το σύννεφο
και σκέπασε τον
ήλιο,
το χρυσό τον ήλιο
και ντύθηκε στα
γκρίζα η γειτονιά,
φτωχή καρδούλα
μου,
καρδιά,
βάλε το χέρι
αντήλιο.
Και κοίταξε, το
σύννεφο περνά,
διαβαίνει,
ήταν τόσο μικρό,
μια σπιθαμή,
πάψε να κλαις,
ούτε στιγμή
ο ήλιος δεν
πεθαίνει.
πάνω
|
Ανοιξιάτικο πρωινό
Ήρθε αυτό το
πρωινό
μπρος στο κρεβάτι
μου.
Κατέβηκε
τα ρόδα της αυγής
να μου σκορπίσει
Μου ‘φερε μέσα
του Μαγιού τ’ αρώματα.
Μ’ άγγιζε σιγαλά,
να με ξυπνήσει.
Σκούπισε τα βουβά
μου δάκρυα
Ω! Κύριε, το δικό
σου χέρι.
Απλώθηκε
μπρος στις
κλειστές τις βλεφαρίδες.
Μ’ έλουσε μες στο
χρυσαφί
το φως του ήλιου,
μ’ έντυσε με τις
γαλανές ελπίδες.
Μπρος στης ψυχής
μου το παράθυρο
περνούν των
ουρανών τα μύρα.
Φεύγουνε
του χειμώνα οι
καταιγίδες.
Στον ίσκιο τον
δικό Σου, Κύριε,
τα δάκρυα της
άνοιξης κυλούν δροσοσταλίδες.
πάνω
|
Άρρητα λόγια
Τα καλύτερα λόγια μου
δεν τα έχω
γραμμένα,
δεν υπάρχουνε
σύμβολα,
δεν υπάρχουν
φωνές
με μια γλώσσα
αγνώριστη
η καρδιά μου σε
Σένα
ψιθυρίζει, ω
Κύριε,
μύριες, μύριες
φορές.
Είναι ώρες που
στέκομαι
και κοιτάζω τ’
αστέρια,
την γαλήνια την
θάλασσα,
τον βαθύ ουρανό
και απλώνω σε
Σένανε
τα φτωχά μου τα
χέρια,
με τα μάτια
δακρύβρεχτα,
με το στόμα
κλειστό.
Κι είναι ώρες που
βλέποντας
το δικό σου το
χέρι,
να σκουπίζει τα
δάκρυα,
ν’ ακουμπά στην
πληγή,
νιώθω μέσα μου,
γύρω μου,
της πνοής Σου τ’
αγέρι,
και τα λόγια τ΄
ανείπωτα
τα ακούς στην
σιωπή.
πάνω
|
Τα μεν οπίσω λησμονών...
Ω! δύναμη μου στην
αδυναμία μου,
βράχε μου ισχυρέ
στην τρικυμία,
Κύριε, καταφύγιο
τερπνό
μέσα στην έρημο,
ασπίδα μου μαζί
και βακτηρία.
Δροσοσταλιές στη
φρυγμένη γη,
τραγούδι μου στου
πόνου το καμίνι,
φάρε μου φωτεινέ
μες στη νυχτιά,
νερό που η ψυχή
μου πίνει.
Εδώ μες στου
θανάτου τη σκιά,
την πύρινη την
στήλη αντικρίζω
και παίρνω θάρρος
κι όλο προχωρώ
κι ούτε στιγμή το
βλέμμα μου γυρίζω.
στα πίσω, μες στη
συννεφιά
όλο στα μπρος
απλώνεται το βλέμμα,
στον βασιλιά μου
με την όμορφη
στολή,
με το λαμπρό το
νικητήριο στέμμα.
πάνω
|
Το
αηδονάκι πέταξε
Σήμερα τ’ αηδονάκι δεν κελάηδησε,
βαριά σιωπή
απλώθηκε στο σπίτι,
σήμερα χάθηκε το
φως,
το φως τ’
αποσπερίτη.
Στις άδεις
κάμαρες ασύλληπτο
γυρίζει τ' όραμα
του,
πάνω στα έπιπλα,
παντού
απλώνεται η σκιά
του.
Σε μια γωνίτσα τα
παιγνίδια του
μιλάνε στη δική
τους γλώσσα,
παρέκει η σάκα,
τα τετράδια
λένε βουβά τόσα
και τόσα,
…πως ήρθε τ’
αηδονάκι μιαν αυγή
άπλωσε τα
φτερούγια του στο σπίτι
κι άναψε κι
‘έλαμψε το φως,
το φως τ’
αποσπερίτη.
Και κάποιο δείλι,
τόσο ξαφνικά
επέταξε για τα’
ουρανού τη χώρα.
Άγγελοι το
σηκώσανε ψηλά,
άγγελοι το
κρατούνε τώρα
και πάνω του,
ολόγλυκια μορφή
ο Κύριος που
αγαπούσε, σκύβει.
πόση αγάπη,
πόσους οικτιρμούς
το βλέμμα το δικό
του κρύβει!
Στα μάτια με το
χρώμα τα’ ουρανού
τα παιδικά αθώα
μάτια,
ζωντάνεψε η χώρα
η τρανή
ζωντάνεψαν τα
μαγικά παλάτια
κι ο Ρήγας ο
γαλάζιος, ο τρανός,
ω! τι χαρά, τον
αγκαλιάζει,
τον παίρνει κει
στο θρόνο του ψηλά
και η μικρή ψυχή
αναγαλλιάζει.
……………………………
Σήμερα τ’ αηδονάκι δεν
κελάηδησε,
βαριά σιωπή
απλώθηκε στο σπίτι,
έφυγε με του
αστεριού το φως,
το φως τ’
αποσπερίτη.
………………………………
Μονάχα τα ουράνια
σκύψανε
και ένα φως
απλώθηκε τριγύρω,
ήταν απ’ τη μορφή
σου, Κύριε
ήταν απ’ της αγάπης Σου
το μύρο.
πάνω
|
Κράτησέ με
Θέλω ν’ ακούσω τη
φωνή Σου,
είναι στιγμές που
δεν μπορώ
σκληρός τριγύρω ο
αγώνας
δος μου σχοινί
για να πιαστώ
Να με κρατούν τα
δυο Σου χέρια,
είν’ οι καιροί
τόσο κακοί
που πριν το γέλιο
μάς αγγίξει
ευθύς ξεσπάνε οι
λυγμοί.
πάνω
|
|