Ειρήνη (Κυρίου)
Ειρήνη σε ζήτησα
ειρήνη σε πίστεψα
σε βρήκα Ειρήνη
και έγινες ψίθυρος στα φύλλα του νου
μελένια ξανθιά μου
ειρήνη γλυκιά τ’ ουρανού
γαλήνια, πλατιά θάλασσά μου.
Δεν είσαι αφίσα σε τοίχο παλιό,
λευκό συννεφάκι σε γκρι ουρανό,
βουβό περιστέρι μ’ ελιάς κλωναράκι
δεν είσαι Ειρήνη «πλακάτ» και «πανό»
σε δρόμους πορεία,
λαός, βουητό
μα είσαι ανάσα ζωής μυρωμένη
Ειρήνη δικιά Του
Ειρήνη που ζω
ακριβοπληρωμένη με αίμα-χρυσάφι
στον τόπο Κρανίου
στεφάνι, κορώνα μου
ειρήνη Κυρίου.
πάνω
|
Σκέψου
Σκέφτηκες ποτέ μην είσαι
εκείνος ο ξενιτεμένος
ο άσωτος λεβεντονιός
που για σένα κάθε δείλι
στο κατώφλι σκεφτικός
ένας στοργικός πατέρας
να γυρίσεις περιμένει
αυτός που σούδωσε το φως
και τη δύναμη τα νιάτα
να πετάς σαν αετός;
Μήπως άκουσες ποτέ σου
την παλιά την ιστορία
στο μεγάλο αρχοντικό
πως νικήθηκαν ανθρώποι
απ’ τον ύπουλο εχθρό
πως εφώλιασε το φίδι
πονηρά μεσ’ τη ψυχή
κι αρχοντόπουλα χαμένα
πλανηθήκανε στη γη;
Ίσως μ’ άκουσες μα είπες
παραμύθια για παιδιά
και συνέχιζες να φεύγεις
όλο και πιο μακριά
απ' το φως απ’ την αγάπη
την αλήθεια τη ζωή
κι έρχομαι να σου θυμίσω
πως και τούτη τη στιγμή
ο Θεός σε περιμένει
μάθε τ’ όσφαξε τ’ αρνί
στο αρχοντικό τραπέζι
θέση πήρανε πολλοί
μα τα μάτια του Πατέρα
στο στρατί είναι στραμμένα
εκείνος λαχταρά εσένα.
Σκέψου το λοιπόν λεβέντη
και εσύ λεβεντονιά
πάρτε της ζωής το δρόμο
μεσ’ σε τούτη τη χρονιά
μην αφήνετε τον ήλιο
μες στο βλέμμα σας να δύσει
κι η λευκή αμυγδαλίτσα
στα χειλάκια σας θ’ ανθίσει
κι η αγκάλη του Πατέρα
από νιάτα θα γεμίσει.
πάνω
|
Τα
νεκρά πουλιά
Στης θλίψης τ’ αγκάλιασμα
έγειρα απόψε
και ξάφνου σκοτείνιασε
τ’ ανοιξιάτικο γιόμα
σαν τα είδα στο χώμα
νεκρά τα πουλιά
κορίτσια κι αγόρια
γιασεμιά μαραμένα
στ’ ανθογυάλι της γης
κι ερωτώ
κι αν μπορείς
την απάντηση δώσε
πόσα θα ‘ναι ακόμα
που θα σβήσουν στο χώμα.
Η ανάσα της Άνοιξης
ευωδιάζει ζωή
κι ανασταίνει στο διάβα της
τη νεκρή πασχαλιά
μα κοιτώ τα πουλιά
παγωμένα στο χώμα
και το βλέμμα μου σκιάζει
μολυβί Ουρανός
νίκησε ο εχθρός;
Ο εχθρός ναι, τα νίκησε
σιωπήστε ανθρώποι
τι σημαίνουν τα σήμαντρα
και προς τι ο χορός
είν’ του σκότους ο Άρχοντας
ύπουλος φοβερός
την ελπίδα τους ξέφτισε
και την έκανε σκόνη
αγκαλιάσαν το θάνατο
τ’ όραμα που σκοτώνει.
Μα εσείς
τα παιδιά της ζωής
σεις πουλιά λυτρωμένα
σιωπή μη κρατάτε
τα φτερά σας σπαθιά
με το αίμα αγιασμένα
πλημμυρίστε τους κάμπους
αμμουδιές κι ακρογιάλια
για ν’ ακούσουν το μήνυμα
να μάθουν, να δουν
την αλήθεια τη μόνη
τ’ όραμα που λυτρώνει
είναι μόνο ο Χριστός
δόξα να ‘χει ο Θεός.
πάνω
|
Σοφία
Θεού
Θεού σοφία μελετώ
Θεού σοφός να γίνω
να σκύψω στον αιώνιο νου
στη χάρη να εμβαθύνω
και τρέχω μέσα στις γραφές
κι αγγίζω το χρυσάφι
τους θησαυρούς του ουρανού
στα ύψη και στα βάθη.
Θεού σοφία μελετώ
φως απ' το φως Του παίρνω
μέσα στη σκοτεινιά της γης
τη δάδα Του να φέρνω
ν' ανάβουν φλόγες στην καρδιά
να καιν' την αμαρτία
αγκάθια και πικρόριζες
και μίση και κακία.
Θεού σοφία μελετώ
στα ίχνη του σταυρού Του
βλέπω το αίμα να κυλά
απ' τη πλευρά του Γιου Του
μέλι, κηρήθρας σταλαγμοί
γλυκαίνουν την καρδιά μου
ευγνωμοσύνης δάκρυα
υγραίνουν τη ματιά μου.
Θεού σοφία μελετώ
κι εκστατικός θαυμάζω
την αγκαλιά την ανοιχτή
και τρέχω και κουρνιάζω
και γαληνεύει η ψυχή
στου πλάστη της τα χέρια
με τα φτερά της προσευχής
αγγίζει τα αιθέρια.
Θεού σοφία μελετώ
και είμαι σεσωσμένος
απ’ τη μωρία των σοφών
για πάντα λυτρωμένος
κι όταν τα βέλη του ο εχθρός
με λύσσα εκτοξεύει
συντρίβονται στο λόγο του
κι ο Κύριος
θριαμβεύει.
πάνω
|
Μόνο
ο Χριστός
Εσύ στέκεσαι θλιμμένος
με το βλέμμα σου υγρό
και η σκέψη σου βαρκούλα
τσακισμένη στο γιαλό
μα το δειλινό υφαίνει
χρυσαφιά στον ουρανό.
Άκου, η αύρα ψιθυρίζει
στ’ αφρισμένο κυματάκι
δες τον άνθρωπο λιγάκι
τον κατά θεό πλασμένο
στην Εδέμ, τον δοξασμένο
πως κατάντησε, τί χάλι
με σκυμμένο το κεφάλι
μακριά απ’ τον Θεό
προσπαθεί να ηρεμήσει
μα ο Χριστός είναι η λύση.
Δες γύρω τα ψαροπούλια
πάνω στ’ άσπρα βοτσαλάκια
παιχνιδίσματα γελάκια
και στον ουρανό την Πούλια
πως ασημολαμπιρίζει
η σιωπή πως τριγυρίζει
και το γιόμα γαληνεύει
μόνο ο άνθρωπος γυρεύει
τη χαμένη του Ειρήνη
που ο Χριστός μονάχα δίνει.
Εσύ στέκεσαι θλιμμένος
ζωντανός μα πεθαμένος
στο μελί το δειλινό
μα εγώ παρακαλώ
τον Ουράνιο Πατέρα
της αγάπης τον Θεό
και το δάκρυ μου διαμάντι
στη χρυσοβαμμένη Δύση
Πριν ο Ήλιος του να σβήσει
ν’ αγκαλιάσεις τον Χριστό.
πάνω
|
|