Ο
φίλος μου ο σπουργίτης
Εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι δεν
σπειρουσιν, ουδέ θερίσουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις
αποθήκας και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τρέφει αυτά (Ματθ.
6:26)
Μη
φοβηθήτε λοιπόν, πολλών στρουθίων διαφέρετε σεις (Ματθ.
10:31)
Είχα ένα φίλο αλήτη
που
περνούσε από το σπίτι
κάπου
κάπου για βεγγέρα
να μου
πει μια καλησπέρα.
την
τραγιάσκα του στραβά
μαυρογκρίζα και καφιά
και
κουστούμι πάντα ίδιο
και με
μπόρα και με ήλιο.
Δίχως
"μέλλον", δίχως στέγη,
πάντα
σφύριζε με κέφι!
Δίχως
έγνοιες και σκοτούρες
όσα πάνε
κι όσα 'ρθούνε...
Όταν μ'
έβλεπε τα βράδια
με
πρησμένα τα ποδάρια
απ' τους
δρόμους της ημέρας
έβαζε
-θυμάμαι- γέλια...
Κούναγε
το κεφαλάκι
και μου
τσίριζε λιγάκι
ειρωνικά. Σαν πεθάνεις
τα λεφτά
τι θα τα κάνεις;
Την αυλή
μου είδα τώρα
χιονισμένη και η μπόρα
λυσσασμένη μαστιγώνει.
Τώρα
είπα θα παγώνει
ο φτωχός
μου ο αλήτης
-αν δεν
ήταν μακαρίτης!-
για να
μάθει να γελάει
τη ζωή.
Όταν μου σφυράει
μία
γνώριμη φωνή
πίσω απ'
το αχνό γυαλί
και στο
ξύλινο περβάζι
να ο
αλήτης διασκεδάζει.
Ήταν πιο
παχύς! κι ωραίος!
πιο
ζεστά από με ντυμένος!
Και
τραγούδαγε με κέφι
"Δόξα τω
Θεώ που μ' έχει".
πάνω
|
Οδεύοντας...
Να μη σκιαχτείς. Μη φοβηθείς.
Μπόρα είναι θα περάσει.
Νερό βροχής και θα λουστείς.
Νέφι και θα μεριάσει.
Θα 'ρθει αυγή, ήλιου, λαμπρή
Γλάρος και θα πετάξει.
Και τρυφερή, γλυκιά φωνή.
Πρόσμενε, θα σε κράζει.
Πόσες δε διάβηκαν χιονιές,
Πόσες της μπόρας οι νυχτιές.
Άσπλαχνες ώρες απονιάς.
Άμετρες μέρες συννεφιάς.
Κι είναι η φωνή, μπάτη πνοή.
Λύχνος κι αργά θα λάμψεις
Ρόδου οσμή Μάη γιορτή:
"Ήμουν εκεί, κάθε σου αυγή.
Χέρι Σταυρού να πιάσεις".
πάνω
|
Σε ξένο τάφο
Να μην πεις στη ζωή
πως γεννήθεις φτωχός.
Σε τσιγγάνου σκηνή
αν πρωτόδες το φως
πάλι θα 'σουν πιο πλούσιος
απ' ότι ο Χριστός.
Ένα λάκκο φτωχό
και δυο πήχες με γη,
όσο αν είσαι φτωχός
θα τους έχεις εσύ...
Στου Θεού Τον Υιό,
τ' αρνηθήκαν κι αυτό.
πάνω
|
Στο καρνάγιο
Στο καρνάγιο η ελπίδα,
αρματώσαμε σκαρί.
Δίχως πείρα και πυξίδα
ασηκώσαμε πανί.
Όρτσα - όρτσα τα πανιά σου
το ταξίδι είναι σκληρό.
Όλο πρίμα για τη δόξα θαλασσόπουλο γοργό,
είν’ οι θάλασσες δικές μας.
Βάλε ρότα Ουρανό.
Έχουμε κι εμείς λιμάνι
του Χριστού μας το Σταυρό.
Όπου κάβος κι ακρογιάλι
και λιμάνι και γιαλό
αρωτήσαμε γι’ αγάπη,
να μας πουν για τον Χριστό.
Που να βρεις αραξοβόλι
ν’ αποστάσεις μια σταλιά;
Κι οι θαλασσινοί οι δρόμοι
όλοι αλμύρα και ψευτιά.
πάνω
|
Ανοιξιάτικος θρύλος
Δεν ήταν -λένε-
πάντα τ' αγκάθια
έτσι μονάχα
δίχως ανθό.
Κι
αυτά λουλούδιαζαν το Μαγιαπρίλη,
μέχρι που, κάποιο δείλι
άνομα χέρια στεφάνι τάπλεξαν για το Χριστό.
Τ'
αγκάθια μπήχτηκαν ίδια καρφιά,
βόγγησαν-μάτωσαν
κι
ούτε που βγάλανε λουλούδι, πια.
πάνω
|
Τα
καρφιά
Νταν-ντιν-νταν τραγουδάει τ' αμόνι
και καθώς ο αχός του σιμώνει
δεν εξέρω με τι μοιάζει τάχα
με
τραγούδι χαράς για με κλάμα.
Νταν-ντιν-νταν τραγουδάει τ' αμόνι
και καθώς Μαγιαπρίλης απλώνει
τώρα πια ο χαλκιάς μοιρολόι
θα
τονίσει βουβό, σαν τριζόνι...
Νταν-ντιν-νταν τραγουδάει τ' αμόνι
"τα καρφιά δεν χαλκέψαμε μόνοι
είναι ψέμα πως φταίμε οι γύφτοι
μοναχά, για του Κύρη τη λύπη".
Νταν-ντιν-νταν τραγουδάει τ' αμόνι
γκάπα-γκουπ το σφυρί που καρφώνει...
τα
καρφιά τα χαλκέψαμε εμείς...
ένα η χθές, ένα εγώ, ένα εσύ...
πάνω
|
Πολύ
πριν
Πέτρο,
μη κλαις... Τα δάκρυα δεν ωφελούν...
κι ούτε
τα λόγια πάντοτε μιλούν...
Δεν Τον
ανέβασε στο ξύλο η άρνησή σου.
Είχε
δεχτεί το Γολγοθά πριν... απ' τη γέννησή σου!
πάνω
|
Χριστέ μου!
Κι αν
δε ν
είχες ποτέ στο Σταυρό ανέβει,
Σε σφουγγάρι το ξύδι δεν είχες γευτεί.
Κι αν το Αίμα σταξιές δεν το ρούφαγε η γη,
Κι αν ποτέ δεν Σε είπα, Χριστέ, Λυτρωτή.
Κι αν ποτέ στη ζωή ζωντανή συντροφιά,
Δεν κρατούσες το χέρι στη βουή, στη νυχτιά.
Κι αν δεν είχα γευτεί σωτηρία πλατιά,
Κι ήταν ξένη για με η θωριά Σου γλυκιά.
Κι αν δεν είχα ελπίδα να δω ουρανό,
Στο τραπέζι της δόξας να βρω χορτασμό.
Σε αδάκρυτο τόπο από Σε μερτικό,
Να με λούζει το φως Σου γλαυκό πρωινό.
Πάντα Σε θ’ αγαπούσα,
Αδελφέ μου Χριστέ.
Μόνο Σε θ’ αγαπούσα,
Αδελφέ μου καλέ!
σου!
πάνω
|
|