Από τους πιο σπουδαίους βασιλιάδες της Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας (605-562
π.Χ.). Ήταν γιος και διάδοχος του ιδρυτή της αυτοκρατορίας Ναβοπολοσάριου (Ναβοπαλάσσαρ).
Στην Αγία Γραφή το όνομά του είναι στενά συνδεδεμένο με τους προφήτες
Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ,
Δανιήλ, και με την ιστορία των τελευταίων ημερών
του βασιλείου του Ιούδα.
Ο πατέρας του τον έστειλε να τιμωρήσει το Φαραώ
Νεχαώ (Νεχώ), τον οποίο και νίκησε στη Χαρκεμίς. Μετά κατέλαβε τη Συρία, τη
Φοινίκη και την Παλαιστίνη και πήρε την Ιερουσαλήμ (Δανιήλ 1:1,2). Ενώ
προχωρούσε για την Αίγυπτο έμαθε για το θάνατο του πατέρα του, γι αυτό και
επέστρεψε πίσω στη Βαβυλώνα όπου και έγινε βασιλιάς, το 605 π.Χ. Την εποχή
εκείνη μεταφέρονταν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα οι Ισραηλίτες, μεταξύ των οποίων και
ο Δανιήλ μαζί με τους φίλους του (Σεδράχ,
Μισάχ και Αβδε-νεγώ),
τους οποίους ο Ναβουχοδονόσορ
τοποθέτησε σε ανώτερες θέσεις του παλατιού (Δανιήλ 1:3-20). Μάλιστα το
Δανιήλ τον εμπιστευόταν τόσο που του ζητούσε να του εξηγεί τα όνειρά του (Δανιήλ
2:27-46, 4:5-24). Η εξήγηση των ονείρων του έκανε το Ναβουχοδονόσορ να
προσκυνήσει το Δανιήλ (Δανιήλ 2:46). Αργότερα κατασκεύασε μια χρυσή εικόνα την
οποία αρνήθηκαν να προσκυνήσουν οι τρεις φίλοι του Δανιήλ. Για την άρνησή τους ο
Ναβουχοδονόσορ τους έριξε μέσα σε ένα καιγόμενο καμίνι, αλλά ο Θεός τους
προστάτεψε με μοναδικό τρόπο (Δανιήλ κεφ. 3). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να
ευλογήσει το Θεό των τριών φίλων (Δανιήλ 3:28,29).
Ο
Ιωακείμ
(Ιωακίμ) βασιλιάς του
βασιλείου του Ιούδα ήταν υποτελής του
Ναβουχοδονόσορ για τρία χρόνια (Β' Βασιλέων 24:1). Κατά το διάστημα που οι
Βαβυλώνιοι ήταν απασχολημένοι σε πολέμους στην Αίγυπτο και σε άλλα μέτωπα, ο
Ιωακείμ παρά τις συστάσεις του Ιερεμία, έκανε επανάσταση κατά του
Ναβουχοδονόσορ, αλλά ο
Ναβουχοδονόσορ έστειλε στρατό, κυρίεψε την Ιερουσαλήμ και έπιασε αιχμάλωτο τον
Ιωακείμ, τον οποίο μετά από λίγο άφησε ελεύθερο. Όταν στο θρόνο ανέβηκε ο γιος
του Ιωακείμ,
Ιωαχείν
(Ιωαχίν), ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ, συνέλαβε το βασιλιά και μετέφερε την
οικογένειά του και τους άρχοντες στη Βαβυλώνα, μαζί με τα χρυσά και αργυρά σκεύη
του Ναού του Θεού, τα οποία τοποθέτησε στο ναό της Βαβυλώνας (Β' Βασιλέων 24:13,
Β' Χρονικών 36:7, Έσδρας 6:5). Κατόπιν κατέστησε βασιλιά το
Σεδεκία, ο οποίος έγινε υποτελής του. Ο
Σεδεκίας επαναστάτησε εναντίον του και συμμάχησε με το βασιλιά της Αιγύπτου,
παρ' όλες τις προειδοποιήσεις του προφήτη Ιερεμία (Ιερεμίας 37:6-10). Μετά από
18 μήνες πολιορκίας, ο
Ναβουχοδονόσορ κατέλαβε και πάλι την Ιερουσαλήμ, το 586 π.Χ. Οι γιοι του Σεδεκία
σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του πατέρα τους, το δε Σεδεκία αφού τον τύφλωσαν,
τον μετέφεραν στη Βαβυλώνα όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του (Β' Βασιλέων
25:1-7, Β' Χρονικών 36:11-20, Ιερεμίας 52:3-11).
Μετά το Σεδεκία κυβερνήτης στην Ιερουσαλήμ διορίστηκε ο
Γεδαλίας. Μετά τη δολοφονία του οι
εναπομείναντες Ισραηλίτες
άλλοι κατέφυγαν στην Αίγυπτο και άλλοι μεταφέρθηκαν στη Βαβυλώνα. Ο
Ναβουχοδονόσορ είχε δώσει εντολή να μην πάθει κανένα κακό ο Ιερεμίας (Ιερεμίας
39:11-13). Μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ ακολούθησε η πτώση της Τύρου και της
Φοινίκης, το 586 π.Χ. (Ιεζεκιήλ κεφ. 26,28). Έπειτα στράφηκε και εναντίον της
Αιγύπτου στην οποία έφερε μεγάλες καταστροφές, το 582 π.Χ. (Ιερεμίας 46:13-26,
Ιεζεκιήλ 29:2-20).
Κατά την περίοδο της βασιλείας του, εκτός από τις σπουδαίες νίκες και
κατακτήσεις του, οργάνωσε και οικοδόμησε με μοναδικό τρόπο τη Βαβυλώνα, κάτι που
μαρτυρούν και οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Κατασκεύασε περισσότερους από 20 ναούς
με ενισχυμένα οχυρώματα, άνοιξε διώρυγες για άρδευση, κατασκεύασε υδραγωγεία και
δεξαμενές και μεγάλα οχυρώματα για τους ποταμούς. Γνωστοί στην ιστορία είναι και
οι μοναδικοί κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας. Οικοδόμησε επίσης και ένα
καταπληκτικό ανάκτορο.
Οι επιτυχίες του
Ναβουχοδονόσορ μέσα και έξω από την αυτοκρατορία του τον οδήγησαν να
υπερηφανευτεί (Δανιήλ 4:30). Κατά το τέλος της βασιλείας του έπαθε ένα είδος
τρέλας, γνωστή ως λυκανθρωπία, κατά την οποία εγκατέλειψε τους ανθρώπους και
ζούσε σαν άγριο θηρίο (Δανιήλ 4:33). Μετά από επτά χρόνια επανήρθε στα λογικά
του και αναγνώρισε τη δικαιοσύνη του Παντοδύναμου Θεού ψάλλοντας ύμνο δοξολογίας
(Δανιήλ 4:34-37). Πέθανε σε μεγάλη ηλικία αφού βασίλευσε για 43 χρόνια. Τον
διαδέχθηκε ο γιος του Ευείλ-μερωδάχ (Ευίλ-Μερωδάχ) ή Αμίλ-Μαρντούκ (Β'
Βασιλέων 25:27, Ιερεμίας 52:31).