[]
Είναι, θεωρώ, αυτονόητο το γιατί η εξελικτική θεωρία όπως
εκφράζεται σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην
αποδοχή των χριστιανικών πιστεύω από μεγάλη μερίδα του κοινού
καθώς επίσης και αίτιο που προκαλεί σύγχυση σε όσους τείνουν να
ασπαστούν ή έχουν ήδη ασπαστεί τη διδασκαλία των ιερών γραφών. Το
ενδεχόμενο η ζωή όπως τη γνωρίζουμε να έχει δημιουργηθεί από
φυσικές διεργασίες αυτόματα εκτοπίζει το πρόσωπο του Θεού από έναν
κεντρικό ρόλο στη δημιουργία των έμβιων όντων και των οργανικών
συστημάτων που μας αποκαλύπτει η επιστημονική έρευνα και κατά
συνέπεια, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ύπαρξη ενός δημιουργού Θεού
καθώς και τα θεμέλια όλων εκείνων των θεσμών που απορρέουν από
αυτή. Το ζήτημα σε καμία περίπτωση δεν είναι απλό και σίγουρα η
έκταση ενός ολιγοσέλιδου άρθρου δεν επιτρέπει την αναφορά όλων των
πτυχών του, πόσο μάλλον την εις βάθος προσέγγιση αυτών. Δεδομένου
λοιπόν ότι απευθυνόμαστε σε άτομα που με ερευνητικό πνεύμα
επιζητούν μία άκρη σε ζητήματα που αφορούν το χριστιανικό Θεό και
δεν ψάχνουν να βρουν αδυναμίες στις χριστιανικές αντιλήψεις, θεωρώ
απαραίτητο να αναφέρουμε ορισμένες βασικές γραμμές, οι οποίες θα
κατευθύνουν τη σκέψη και την έρευνά μας.
Α. Η εξελικτική θεωρία όπως εκφράζεται μέσα από τις
νέο-δαρβινικές αντιλήψεις, από τη στιγμή που έχει συνδεθεί άρρηκτα
με την επιστήμη και την επιστημονική σκέψη υπόκειται στους
περιορισμούς και την κριτική που απορρέουν από αυτές.
Β. Οι υποστηρικτές τόσο τις εξέλιξης όσο και της "ειδικής
δημιουργίας" πρέπει να γνωρίζουν ότι σχετικά με την προέλευση της
ζωής δεν μπορούν να υπάρχουν επιστημονικά έγκυρες αποδείξεις αλλά
ενδείξεις και μόνο.
Γ. Καμία άποψη που να τάσσεται υπέρ της χριστιανικής
παράδοσης δεν έχει ισχύ αν δεν έχει ως κέντρο αυτής την ιστορική
παρουσία του Ιησού Χριστού ως θεανθρώπου και την ανάσταση αυτού.
Ας εξετάσουμε τα παραπάνω ζητήματα λίγο πιο
αναλυτικά.
Πρώτον, είναι πολλοί εκείνοι που θεωρούν ότι η εξελικτική
θεωρία έχει διαποτίσει τόσο την επιστήμη της βιολογίας ώστε να
θεωρείται πια ότι ο πιθανός αποχωρισμός των δύο θα είχε ως
αποτέλεσμα η δεύτερη να χάσει το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου
της. Μάλιστα, ορισμένοι τείνουν να αναγνωρίζουν την ‘μερική
αυτονομία’ της βιολογίας (ως κύριας επιστήμης που μελετά το
φαινόμενο της εμφάνισης της ζωής και της εξέλιξής της στη σημερινή
της μορφή), την απόκλισή της δηλαδή από τους περιορισμούς που
θέτουν οι θετικές επιστήμες, ως αποτέλεσμα της ταύτισής της με τα
εξελικτικά πρότυπα. Ας εξετάσουμε αυτό το ζήτημα λίγο βαθύτερα. Η
φιλοσοφία πίσω από την ερευνητική πορεία των θετικών επιστημών
ακολουθεί το πρότυπο του ‘αιτίου και αποτελέσματος’, δηλαδή,
σκοπός τους είναι να αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο τα
παρατηρούμενα φαινόμενα λαμβάνουν χώρα αναζητώντας το αίτιο αυτών.
Με τη μερική τους αυτονομία η βιολογικές επιστήμες θέλησαν να
διαφύγουν τον έλεγχο που απορρέει από αυτό το πρότυπο προβάλλοντας
ως δικαιολογία το ότι η εξέλιξη των ζώντων οργανισμών βασίζεται
στην τύχη και συνεπώς δεν είμαστε ικανοί να αναζητήσουμε το αίτιο
και να προβλέψουμε το αποτέλεσμα. Σε αυτό το σημείο εγείρονται δύο
ερωτήματα: 1ον, εφόσον η επιστήμη αναζητά αίτια, πόσο εύκολα και
άκριτα κάποιος εισάγει ως ‘επιστήμη’ τον παράγοντα της τύχης που
παραπέμπει σε θρησκείες της αρχαιότητας περισσότερο και όχι σε
επιστημονική σκέψη και 2ον, πώς είναι δυνατό κάτι να διαποτίζει
τις θετικές επιστήμες και να αναγνωρίζεται ως θετική επιστήμη από
τη στιγμή που διαχωρίζεται από αυτές, όντας ανίκανο να δώσει τις
περισσότερες φορές σαφείς ερμηνείες και δίνοντας περισσότερο την
εντύπωση μίας θρησκείας –από τη στιγμή που βασίζεται στην τύχη-
και όχι μίας αυστηρά οριοθετημένης επιστημονικής άποψης; Υπάρχει
όμως ακόμη ένα σημείο που θα άξιζε να εξετάσουμε. Η μεθοδολογία
των θετικών επιστημών πριν διατυπωθεί ένας νόμος ακολουθεί την
πορεία της παρατήρησης, της θεωρίας, της πειραματικής επιβεβαίωσης
αυτής και έπειτα την διατύπωση του νόμου (ο οποίος λογικά πρέπει
να βρίσκεται σε συμφωνία και με άλλες επιστήμες που θα μελετήσουν
το ίδιο φαινόμενο- η εξελικτική θεωρία προσκρούει σε αξιώματα της
φυσικής, σε πορίσματα της βιοχημείας, σε μαθηματικούς
υπολογισμούς, πιθανότητες κ.α.). Σε περίπτωση που κάποια δεδομένα
έρχονται σε αντίθεση με τη θεωρία τότε αυτή πρέπει να αλλάξει με
τρόπο που να τα περιλαμβάνει και όχι να τα απορρίψει σαν να μην
υπήρχαν ώστε να διατηρηθεί για κάποιο λόγο η πρώτη υπόθεση. Είναι
λοιπόν αναμενόμενο να αναρωτηθούμε ότι από τη στιγμή που η
εξελικτική θεωρία έχει συνδεθεί με τις θετικές επιστήμες γιατί
προβάλλεται ως κάτι το απόλυτο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση,
χωρίς να παραθέτει ταυτόχρονα δίπλα στις θέσεις της τις απόψεις
των πολεμίων αυτής – πάντα εφόσον είναι επιστημονικά
τεκμηριωμένες. Το αν ισχύει η απόλυτη στάση των υποστηρικτών της
εξελικτικής θεωρίας γίνεται εύκολα αντιληπτό από την καθημερινή
παρατήρηση (π.χ. στα ΜΜΕ) ή από μία διάλεξη σε κάποια σχολή
βιολογίας ή ιατρικής. Οι απόψεις των αντιφρονούντων απαιτούν μία
λίγο πιο ερευνητική ματιά στη βιβλιογραφία. Διατυπώσεις μερικών
από αυτούς –ή ακόμη και εξελικτικών που παραδέχονται την αδυναμία
της θεωρίας τους- θα παρατεθούν ενδεικτικά στο τέλος.
Δεύτερον, είναι αυτονόητο ότι το αντικείμενο της προέλευσης
της ζωής εξ ορισμού αποκλείει την ύπαρξη κάποιου παρατηρητή όταν
εμφανίστηκε η πρώτη μορφή ζωής άρα και οποιασδήποτε μορφής
ιστορικής μαρτυρίας. Επιπλέον, η ίδια η εξελικτική διαδικασία –αν
δεχτούμε ότι υφίσταται- γίνεται με τόσο αργές και ανεπαίσθητες
διεργασίες ώστε να είναι αδύνατο να παρατηρηθεί και να καταγραφεί.
Η φύση του ίδιου του αντικειμένου δηλαδή θέτει ορισμένους
περιορισμούς, οι οποίοι πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Το
αποτέλεσμα είναι ότι τόσο οι υποστηρικτές της ειδικής
δημιουργίας όσο και οι υποστηρικτές της εξέλιξης περιορίζονται
στο να εξάγουν συμπεράσματα βασισμένοι σε ενδείξεις και όχι
αποδείξεις. Η παρατήρηση μαζί με την πειραματική εξακρίβωση δηλαδή
εκ των πραγμάτων αποκλείονται. Η εξαγωγή συμπερασμάτων σε αυτή την
περίπτωση μοιάζει με συλλογή στοιχείων από την αστυνομία για τη
διαλεύκανση ενός εγκλήματος ή σαν την τοποθέτηση των κομματιών
ενός παζλ στη σωστή τους θέση. Όσον αφορά το ποια θεωρία υπερτερεί
της άλλης, αυτό θα κριθεί από το ποιες ενδείξεις έχουν μεγαλύτερη
βαρύτητα και φυσικά από τον αριθμό των ενδείξεων (από το χώρο της
ζωολογίας, βιοχημείας, παλαιοντολογίας, φυσικής κτλ.) που οδηγεί
σε μία από τις δύο κατευθύνσεις. Πρέπει βέβαια να υπενθυμίσουμε
ότι δεν στρέφουμε την προσοχή μας μόνο στις ενδείξεις υπέρ μίας
θεωρίας για να βγάλουμε συμπέρασμα αλλά και στις ενδείξεις που
αντιτίθενται στην ορθότητα αυτής. Αν μείνουμε στο πρώτο μισό, τότε
η έρευνά μας είναι αντιεπιστημονική. Μία προσεκτική διερεύνηση του
τρόπου με τον οποίο έχουν εκφραστεί οι θέσεις των νέο-δαρβινιστών,
των κενών που παρουσιάζουν τα πορίσματα, οι ενδείξεις που
παραθέτουν και οι ενδείξεις κατά τις εξελικτικής θεωρίας προκαλεί
το μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου να σκεφτεί ότι τελικά η εξελικτική
θεωρία δεν πρέπει να θεωρηθεί αξίωμα –όπως προβάλλεται- καθώς και
ότι η κριτική που πρέπει να της ασκηθεί είναι δριμεία (φυσικά κάτι
ανάλογο πρέπει να ειπωθεί και για τις απόψεις των υποστηρικτών της
χριστιανικής θεώρησης), αλλά περισσότερα θα μπορούσε να αναζητήσει
κάποιος σε αντίστοιχη βιβλιογραφία. Συμπερασματικά, οι ισχυρισμοί
εκ μέρους των εξελικτικών τόσο για την αφέλεια με την οποία
ορισμένοι αποδέχονται την ειδική δημιουργία όσο και για την
επιστημονική αυθεντικότητα των νέο-δαρβινικών απόψεων είναι το
λιγότερο αυθαίρετοι.
Η τελευταία αυτή ενότητα είναι ιδιαίτερης σημασίας και λίγο
διαφορετική σε σχέση με τα όσα είπαμε μέχρι τώρα, μια και το
αντικείμενό της είναι το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Πιο πάνω
αναφέραμε ότι οι υποστηρικτές των δύο αντίθετων απόψεων επάνω στην
καταγωγή της ζωής στερούνται ιστορικών αποδείξεων που να
αποδεικνύουν την ορθότητα της μίας ή της άλλης άποψης. Σε αυτό
ακριβώς το σημείο οι υποστηρικτές της Χριστιανικής διδασκαλίας
αποκτούν ένα σπουδαίο πλεονέκτημα, δηλαδή την ιστορική παρουσία
του Ιησού Χριστού. Από τη στιγμή που ο Ιησούς βρέθηκε στον κόσμο
μας, κήρυξε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε αποδεικνύοντας την ορθότητα
των ισχυρισμών του ότι είναι o Θεός, όλα όσα γράφτηκαν τόσο
στην Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη αποδεικνύονται αυτόματα
σωστά. Και φυσικά μέσα σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η εξαήμερη
δημιουργία του κόσμου από το χέρι του Θεού (η εξαήμερος δημιουργία
αναφέρεται στο βιβλίο της Γενέσεως και επαναλαμβάνεται στο βιβλίο
της Εξόδου κεφ. 31, εδάφιο 17 – βλ. επίσης
Ιωάννης 1:3). Συνεπώς, η πέτρα στην οποία
σκοντάφτει κάποιος, όταν θέλει να φέρει τα πορίσματα της επιστήμης
ενάντια στα λόγια του Θεού, είναι ουσιαστικά η ανάσταση του Ιησού
Χριστού από τους νεκρούς, αφού η ύπαρξή του ως ιστορικό πρόσωπο
είναι αδιαμφισβήτητη. Στην ερώτηση αν ο Θεός μπορεί να κατηύθυνε
την εξελικτική διαδικασία ώστε να καταλήξει κάποια στιγμή στον
άνθρωπο, η Αγία Γραφή διδάσκει ότι ο θάνατος μπήκε στον κόσμο
μόλις οι πρώτοι άνθρωποι διέπραξαν το προπατορικό αμάρτημα
(Γένεση 2:17, Ρωμαίους 5:12), κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τον ορισμό
της εξέλιξης, η οποία θέλει τους λιγότερο προσαρμοσμένους
οργανισμούς να πεθαίνουν και τους καλύτερα προσαρμοσμένους να
μεταβιβάζουν το γονιδίωμά τους στους απογόνους τους. Η απάντηση
συνεπώς δεν μπορεί παρά να είναι ότι ο Θεός έφτιαξε τα πάντα από
το μηδέν μέσα σε έξι ημέρες (αν σύμφωνα με τις Γραφές δεν υπάρχει
εξέλιξη, δεν υπάρχει λόγος οι έξι ημέρες της Γενέσεως να θεωρηθούν
ως έξι χρονικά διαστήματα εκατομμυρίων ετών) και με τη δύναμή του
συντηρούνται μέχρι και σήμερα (Εβραίους 1:3). Φυσικά, η χριστιανική
άποψη δεν αποκλείει οποιουδήποτε είδους αλλαγή στους οργανισμούς,
κάτι που είναι εμφανές –για παράδειγμα-στις διάφορες φυλές του
ανθρωπίνου γένους, αλλά η διαφοροποίηση, η προσαρμοστικότητα (όπως
στην περίπτωση του διαφορετικού χρώματος των ανθρωπίνων φυλών) και
η γένεση καινούριων ειδών –όπως εκφράζεται από τους υποστηρικτές
της εξελικτικής θεωρίας- είναι πράγματα που σχετίζονται μεν, αλλά
είναι στη φύση τους διαφορετικά. Συνεπώς, το βλέμμα του ερευνητή
που αμφισβητεί την ορθότητα της βιβλικής άποψης στο ζήτημα της
προέλευσης της ζωής πρέπει να στραφεί στο κατά πόσο η ανάσταση του
Ιησού Χριστού έλαβε πράγματι χώρα ή όχι, κάτι που αποτελεί κομβικό
σημείο, στο οποίο απαντούν θέματα όπως η ορθότητα της χριστιανικής
πίστης σε σχέση με τις άλλες θρησκείες, η θεότητα του Ιησού
Χριστού, η βεβαιότητα της σωτηρίας την οποία κήρυξε, η
μοναδικότητά Του ως μέσο σωτηρίας κ.α.
Η εύρεση της αλήθειας μέσα στην πληθώρα των
πληροφοριών που δέχεται ο μέσος άνθρωπος δεν είναι κάτι το εύκολο.
Ακόμη και μέσα από την επιστημονική γλώσσα όμως ο Θεός συνεχίζει
να μας υπενθυμίζει ότι Εκείνος είναι ο δημιουργός των πάντων, ένας
δημιουργός του οποίου η υπομονετική καλοσύνη μας καλεί σε μετάνοια
και σωτηρία μέσω του Ιησού Χριστού. Η παρουσία Του ως άνθρωπος
στον κόσμο μας έγινε πραγματικότητα και η ανάστασή Του το θεμέλιο
που οδηγεί ανθρώπους εδώ και πολλούς αιώνες να στηρίζουν τη ζωή
και τις ιδέες του σε Αυτόν. Ας γονατίσουμε λοιπόν με πίστη μπροστά
στην παντοδυναμία και κυριαρχία Του και ας δεχτούμε τη σωτηρία που
τόσο απλόχερα μας προσφέρει. Το θαύμα της δημιουργίας του κόσμου
τελικά φαίνεται να ωχριά μπροστά στο μέγεθος της αγάπης Του.
Μετά τιμής,
Ιάρεδ
[]
[]
Αποσπάσματα από
συγγράμματα, στα οποία επιστήμονες παραδέχονται τις αδυναμίες της
εξελικτικής θεωρίας:
“Η εξέλιξη γίνεται αποδεκτή
από τους ζωολόγους, όχι επειδή έχει παρατηρηθεί ότι συμβαίνει ή
επειδή μπορεί να αποδειχθεί σωστή με συνεπείς λογικά αποδείξεις,
αλλά επειδή η μόνη εναλλακτική επιλογή είναι η ειδική δημιουργία,
πράγμα απίθανο.” (D.
Watson,
“Adaptation”,
Nature
123:233)
“Αποδεχόμενοι την εξέλιξη ως
γεγονός πολλοί βιολόγοι παύουν να σκέφτονται ότι η επιστήμη
χτίζεται σε θεωρίες που αποδεικνύονται σωστές μέσω πειραμάτων, ή
παύουν να θυμούνται ότι η θεωρία της εξέλιξης των ζώων δεν έχει
ποτέ αποδειχθεί σωστή με κάποιον παρόμοιο τρόπο.”
(L.H.Matthews: “Introduction”
in the Origin of Species by Charles Darwin)
“Περισσότερα από 30 χρόνια πειραμάτων επάνω στην
προέλευση της ζωής στα πεδία της χημικής και μοριακής εξέλιξης
έχουν οδηγήσει σε μία καλύτερη αντίληψη του μεγέθους του
προβλήματος της προέλευσης της ζωής επάνω στη γη και όχι στη λύση
του. Προς το παρόν όλες οι συζητήσεις που βασίζονται στις κύριες
θεωρίες και στα πειράματα είτε καταλήγουν σε αδιέξοδο είτε σε
παραδοχή άγνοιας.”
(Dose, Professor Dr. Klaus, “The origin of life;
More Questions Than Answers”, Interdisciplinary Science Reviews,
vol.13, no.4, pp.348-356)
“…συνεπώς, αν θελήσουμε
να εξετάσουμε τη γένεση ενός ζώου σύμφωνα με τους κανόνες και
περιορισμούς της θερμοδυναμικής, πρέπει να πιστέψουμε ότι οι
αναπτυξιακή διευθέτηση των ατόμων είναι αυτή της χαμηλότερης
εσωτερικής ενέργειας. Το μυαλό μου βρίσκεται σε σύγχυση!…Αν η
ζωντανή ύλη δεν προκύπτει λοιπόν από αλληλεπίδραση ατόμων, φυσικών
δυνάμεων και ακτινοβολίας, τότε πώς προέκυψε;…Πιστεύω, βέβαια, ότι
πρέπει να παραδεχτούμε πως η μοναδική αποδεκτή λύση είναι η
ειδική δημιουργία. Γνωρίζω ότι αυτό είναι ανάθεμα για τους
φυσικούς, όπως εξάλλου και για εμένα, αλλά δεν πρέπει να
απορρίπτουμε μία θεωρία που δεν μας αρέσει αν τα πειραματικά
δεδομένα την υποστηρίζουν.”
“…Στην πραγματικότητα η
εξέλιξη είναι κατά μία έννοια μία επιστημονική θρησκεία. Οι
περισσότεροι επιστήμονες την έχουν αποδεχτεί και είναι πρόθυμοί να
αλλοιώσουν τις παρατηρήσεις τους ώστε να συμφωνήσουν με αυτή…Στο
δικό μου μυαλό, η θεωρία αυτή δε στέκει καθόλου.”
(Lipson,
H. S., “A physicist looks at evolution”, Physics bulletin, vol.31,
p.138)
“Ο νόμος της εντροπίας μας
λέει ότι η εξέλιξη “σκορπίζει” τη συνολική διαθέσιμη ενέργεια για
ζωή στον πλανήτη. Η δική μας άποψη για την εξέλιξη είναι η άκρως
αντίθετη! Πιστεύουμε ότι η εξέλιξη με κάποιον μαγικό τρόπο
δημιουργεί υψηλότερη συνολική αξία και τάξη στη γη. Τώρα που το
περιβάλλον στο οποίο ζούμε εκφυλίζεται τόσο φανερά, για πρώτη φορά
αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε σχετικά με την άποψή μας για την
εξέλιξη, την πρόοδο, και τη δημιουργία του υλικού κόσμου.”
(Rifkin,
Jeremy, Entropy: A new world view, (New
York, Viking press)
)
“Τα επιχειρήματα που απορρέουν
από την εξελικτική θεωρία μπορούν βέβαια να χρησιμοποιηθούν για να
κατευθύνουν μελλοντικά κάποιες ερευνητικές γραμμές, αλλά είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνα αν κάποιος τα εμπιστευτεί πάρα πολύ.” (Crick,
Francis,
“Lessons from biology”
Natural history,
vol.97)
“Πιστεύω ότι μία μέρα ο
Δαρβινικός μύθος θα χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη απάτη στην
ιστορία της επιστήμης.”(LÆvtrup,
SÆren,
Darwinism:
The refutation of a myth
(NewYork:
Croom Helm)
)
“Κάθε τυχαία μετατροπή στη
σύνθεση και στις ιδιότητες ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου ζωντανού
συστήματος (μετάλλαξη) δεν υπάρχει πιθανότητα να βελτιώσει τον
τρόπο λειτουργίας του, και οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι
δυσλειτουργικές γι’ αυτό το λόγο. Υπάρχει μία ευαίσθητη ισορροπία
μεταξύ ενός οργανισμού και του περιβάλλοντός του, την οποία μία
μετάλλαξη πολύ εύκολα θα διαταράξει. Με παρόμοιο τρόπο, κάποιος θα
περίμενε ότι η τυχαία αλλαγή στη θέση του φρένου ή του πεντάλ του
γκαζιού θα βελτίωνε τη λειτουργία του αυτοκινήτου.”
(Hulse,
Frederic S., The human species (New
York, Random House), 524 pp.)
“Είναι εύκολο να δείξουμε ότι τα 2,000 περίπου
ένζυμα που απαντούν στα βιολογικά συστήματα δεν θα μπορούσαν να
έχουν εξελιχθεί στη γη. Αν κανείς μετρήσει τον αριθμό των
δοκιμαστικών συνδυασμών των αμινοξέων που χρειάζονται για να
δημιουργήσουν τα ένζυμα, η πιθανότητα να προκύψουν από τυχαία μίξη
υπολογίζεται τελικά σε λιγότερο από 1 προς 1040.000.”
(Hoyle, Sir Fred
and Chandra Wickramasinghe, “Where microbes boldly went”, New
Scientist, vol.91, pp.412-415)
“Η επιτυχία του
Δαρβινισμού συνοδεύτηκε από την κατάρρευση της επιστημονικής
ακεραιότητας…”
“Για να εξασφαλιστεί η λογική
συνέχεια που απαιτεί η θεωρία, επιστρατεύτηκαν ιστορικά
επιχειρήματα, ακόμη κι αν οι ιστορικές αποδείξεις είναι ελλιπείς.
Με αυτό τον τρόπο προέκυψαν εκείνα τα ασταθή κτίσματα των
υποθέσεων που χτίζονται επάνω σε υποθέσεις, όπου το γεγονός και η
φαντασία συγχωνεύονται σε μία λαβυρινθώδη σύγχυση.”
(Thompson,
W. R., Introduction: “Origin of Species”, by Charles Darwin)
“Τα απολιθώματα δεν παρέχουν
καμία απόδειξη προς υποστήριξη της Δαρβινικής θεωρίας, εκτός από
μία αδύναμη έννοια κατά την οποία το αρχείο των απολιθωμάτων απλά
συμφωνεί μαζί της, όπως ακριβώς βρίσκεται ταυτόχρονα σε
συμφωνία με άλλες εξελικτικές θεωρίες, με επαναστατικές θεωρίες
και θεωρίες θεϊστικής (ειδικής) δημιουργίας.”
(Kitts,
David B., “Search for the holy trasformation”, review of
Evolution of living organisms, by Pierre-P.Grasse,
Paleobiology, vol.5) |