(εβραϊκά χαμολέχ)
Όνομα θεού που λατρευόταν κυρίως από τους
Αμμωνίτες, και η
λατρεία του συνοδευόταν με οργιαστικές τελετές κατά τις οποίες θυσιάζονταν
βρέφη στη φωτιά που έκαιγε στο είδωλό του. Η λατρεία του ήταν γνωστή και
στους Ισραηλίτες πριν μπουν στη γη Χαναάν, γιατί ο Μωυσής απαγόρευσε τη
λατρεία του Μολόχ με μεγάλη αυστηρότητα (Λευιτικό 18:21, 20:1-5). Παρά την
απαγόρευση, ο Σολομώντας για να ευχαριστήσει τις αλλοεθνής ειδωλολάτρισσες
γυναίκες του, έφτιαξε θυσιαστήρια για το Χειμώς και τον Μολόχ στο
όρος των Ελαιών (Α'
Βασιλέων 11:7). Κατά την περίοδο της βασιλείας του Μανασσή, αλλά και μετά,
οι λατρείες και οι θυσίες γίνονταν στην "κοιλάδα του Εννόμ" (Β' Χρονικών
33:6). Επί ημερών του Ιεζεκιήλ οι Ισραηλίτες αφού πρόσφεραν θυσία τα βρέφη
τους στο Μολόχ, στη συνέχεια πήγαιναν και στο Ναό για να λατρεύσουν το Θεό
(Ιεζεκιήλ 23:37-39).
Μερικοί θεωρούν ότι ο Μολόχ και ο Βάαλ ήταν το
ίδιο πρόσωπο επειδή οι
Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι, αν και είχαν ως κύριο θεό τους το Βάαλ, εν
τούτοις λάτρευαν το είδωλο του Μολόχ.