[το όνομά του
σημαίνει "αδερφός βασιλιά"]
[1]
Γιος του Αχιτώβ, ιερέας στη Νωβ, ο οποίος έδωσε στο
Δαβίδ τον "άρτο της προθέσεως", δηλ. αγιασμένο ψωμί (Α' Σαμουήλ 21:4-7) όταν ο
Δαβίδ κρυβόταν κυνηγημένος από το Σαούλ. Επίσης του έδωσε το ξίφος του Γολιάθ
(Α' Σαμουήλ 21:9-10). Γι αυτό και θανατώθηκε μαζί με άλλους
80 ιερείς από το Σαούλ (Α' Σαμουήλ κεφ. 21,22).
[2]
Χετταίος φίλος
του Δαβίδ, προτού γίνει βασιλιάς (Α' Σαμουήλ 26:6). Βρισκόταν μαζί του όταν ο
Σαούλ κυνηγούσε το Δαβίδ.
[3]
Γιος του
Αβιάθαρ, εγγονός του αρχιερέα Αχιμέλεθ (Β' Σαμουήλ 8:17, Α' Χρονικών 18:16). |